Other languages
Η «Κτιστὴ Οὐσία» και ἡ «Θεία Οὐσία» στὴ Μυστικὴ Θεολογία τοῦ ῾Αγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου

Θ ά ᾿ταν περιττὸ νὰ ἐμμείνουμε στὴ σπουδαιότητα τῆς ἐννοίας
τοῦ ὅρου «οὐσία», στὴ μεγάλη θέση, ποὺ αὐτὴ κατέχει στὴ
θεολογικὴ σκέψη τῶν ῾Αγίων Πατέρων, καὶ στὴν ποικιλία τῶν
ἐννοιῶν καὶ ἐφαρμογῶν, ποὺ ὁ ὅρος ἔχει σ᾿ αὐτή.

᾿Αρκεῖ νὰ ρίξει κανεὶς μιὰ ματιὰ στὸ λεξικὸ «Patristic Greek
Lexicon» τοῦ καθηγητοῦ G. W. H. Lampe, γιὰ νὰ διαπιστώσει ὅτι ὁ
ὅρος αὐτὸς μαζὶ μὲ τὰ παράγωγά του καταλαμβάνει στὸ λεξικὸ
δεκαέξι στῆλες ἑλληνικῶν πατερικῶν παραπομπῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες
οἱ ἕνδεκα εἶναι ἀφιερωμένες στὴν ἴδια τὴ λέξη «οὐσία» μὲ τὶς
ἐννοιολογικὲς ὑποδιαιρέσεις της, θεολογικές, χριστολογικές,
τριαδολογικές, γενικές, μυστικὲς κι ἀκόμη καὶ ὑλικές. Κι αὐτὸ
γιὰ μιὰ περίοδο, ποὺ καλύπτει μονάχα τοὺς πρώτους ὀκτὼ αἰῶνες
τῆς ἑλληνικῆς πατερικῆς γραμματείας. (1)

Πράγματι δέ, εἴτε πάρει κανεὶς τὰ ἔργα τῶν ᾿Απολογητῶν (τοῦ
᾿Αθηναγόρα, γιὰ παράδειγμα), ἢ τοῦ ῾Αγίου Εἰρηναίου, τὴ μυστικὴ
θεολογία τοῦ Κλήμεντος τοῦ ᾿Αλεξανδρέως ἢ τοῦ ᾿Ωριγένους, τὴν
ὑπεράσπιση τοῦ «ὁμοουσίου» ἀπὸ τὸν ῞Αγιο ᾿Αθανάσιο ἢ τὴν
πολεμικὴ τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων ἐνάντια στοὺς Εὐνομιανούς,
τὴ μυστικὴ θεολογία τοῦ ῾Αγίου Διονυσίου τοῦ ᾿Αρεοπαγίτου, τὶς
μονοφυσιτικὲς καὶ μονοθελητικὲς χριστολογικὲς ἔριδες, τὴν
πνευματικότητα τοῦ Εὐαγρίου καὶ τοῦ ῾Αγίου Μακαρίου, εἴτε τὸν
῞Αγιο Μάξιμο τὸν ῾Ομολογητή, τὴν κρίση τῆς εἰκονομαχίας καὶ
τὴν ὀρθόδοξη ἀπάντηση σ᾿ αὐτή, τὸν ῞Αγιο Φώτιο καὶ τὸ
«Φιλιόκβε», χωρὶς νὰ γίνεται καθόλου λόγος γιὰ τὸν ῞Αγιο Γρηγόριο
Παλαμᾶ, ποὺ ἀνήκει σὲ μιὰ περίοδο μεταγενέστερη τοῦ ῾Αγίου
Συμεών, βρίσκει σ᾿ ὅλον αὐτὸ τὸ χῶρο παντοῦ τὸ πρόβλημα τῆς
θείας «οὐσίας» καὶ τῶν ἐκφάνσεών της καὶ τὴν παραδοξότητα
τοῦ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ καί, μαζὶ μ᾿ αὐτό, τῆς θεώσεως τοῦ
ἀνθρώπου, νὰ κατέχουν μιὰ σημαντικὴ θέση στὴν ἐμπειρία τῶν
Πατέρων καὶ στοὺς στοχασμούς τους πάνω στὸ χριστιανικὸ
μυστήριο.

Τίποτα τὸ πιὸ φυσικὸ στὸ νὰ βρίσκει κανεὶς τέτοιο
πρᾶγμα στὸν ῞Αγιο Συμεὼν τὸ Νέο Θεολόγο, μολονότι
διατυπωμένο μὲ τὴν ἰδιάζουσα σ᾿ αὐτὸν πρωτοτυπία. (2)

* * *

᾿Ακολουθῶντας τὴ γραμμή, ποὺ εἶχαν χαράξει οἱ ῞Αγιοι
Πατέρες, ἰδιαίτερα ὁ ῞Αγιος Βασίλειος (3) καὶ ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος
ὁ Νύσσης, ὁ ῞Αγιος Συμεὼν χρησιμοποιεῖ τὴν ἴδια λέξη -τὴ λέξη
«οὐσία»- γιὰ νὰ δηλώσει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν κτιστῶν πραγμάτων. Κι
εἶναι πάντα σ᾿ ἀντιπαράθεση πρὸς τὸ Δημιουργὸ Θεό, ποὺ μιλάει
γιὰ τὶς κτιστὲς οὐσίες.

῎Ετσι χρησιμοποιεῖ αὐτὴ τὴ λέξη στὸν πληθυντικὸ («αἱ οὐσίαι»),
γιὰ νὰ μιλήσει γιὰ τοὺς ἀγγέλους, ὅταν λέει πὼς ὁ Θεὸς εἶναι
«ὑπὲρ οὐσίας νοερᾶς· ἔργον σὸν γὰρ κἀκεῖναι». (4)

Πρόκειται ἄλλωστε γιὰ ὁρολογία πατερική, ἰδιαίτερα χαρακτηρι-
στικὴ τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ καὶ τοῦ Διονυσίου
τοῦ ᾿Αρεοπαγίτου, ὅταν μιλᾶνε γιὰ τοὺς ἀγγέλους. ῾Ο ἅγιος Συμεὼν
μιλάει ἐπίσης γιὰ τὴν οὐσία τῶν ὁρατῶν κτισμάτων, γιὰ νὰ
ἐπιμείνει, ὅπως ἔπραττε ὁ ῞Αγιος Βασίλειος, (5) στὸ ἀδύνατο τῆς
γνώσεώς της γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ:

«Καὶ εἰ δυνηθῇς οὐρανοῦ ὕψος γνῶναι», γράφει ὁ
Συμεὼν στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸ Νικομηδείας Στέφα-
νο, «ἤ τὴν οὐσίαν ὑποδεῖξαι ὁποία τοῦ ἡλίου τε, σελήνης
καὶ ἀστέρων…». (6)

Πιὸ συχνὰ ὅμως εἶναι στὸ δημιούργημα, ὡς τέτοιο, στὸν κτιστὸ
ἄνθρωπο καὶ τὴν ψυχή του, ποὺ ἐφαρμόζεται ὁ ὅρος «οὐσία»,
συνοδευόμενος ἀπὸ ἐπίθετα ὅπως τὰ «κτιστή», «γεώδης»,
«ἀνθρωπίνη» κτλ.

«῎Ω, τί τὸ πρᾶγμα, τὸ κρυπτὸν πάσῃ κτιστῇ οὐσίᾳ, καὶ τί τὸ
φῶς τὸ νοητόν, ὅ τινι οὐχ ὁρᾶται;», (7) ἀναφωνεῖ ὁ ῞Αγιος Συμεών,
ἀντιτάσσοντας κάθε τι τὸ δημιουργημένο στὸ νοητὸ φῶς, ἢ κατ᾿
ἀντιπαράθεση στὸ Θεῖο Πῦρ:

«῞Οτι καθαίρεις, ῥυπαρὰς ψυχὰς καὶ νοῦν φωτίζεις
καὶ περιδράσσῃ γεώδους καὶ ὑλικῆς οὐσίας». (8)

῾Η κτιστὴ οὐσία εἶναι ἀνίκανη νὰ γνωρίσει τὰ μυστήρια, γιατὶ
«φύσει (γὰρ) ἄφθεγκτά εἰσιν, ἀνεκλάλητα πάντῃ,
ἀνθρώποις τε ἀπόρρητα, ἄγνωστα καὶ ἀγγέλοις καὶ
κτιστῇ πάσῃ ἄλλῃ τινὶ οὐσίᾳ ὅλως ἀκατανόητα». (9)

᾿Εδῶ ἡ ἔννοια τοῦ ὅρου «κτιστὴ οὐσία» ἀγκαλιάζει τοὺς
ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀγγέλους. Χρησιμοποιεῖται ἐπίσης γιὰ τὴν
ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καί, παρὰ τὴ χορτώδη κτιστή της φύση, ποὺ
εἶναι ὅμοια μὲ ξηρὸ ξύλο, ἡ οὐσία αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἀναφλεγεῖ ἀπὸ
τὸ Θεῖον Πῦρ:

«Θαῦμα ξένον γε ἡ σάρξ μου, τῆς ψυχῆς λέγω οὐσίαν,
καὶ δὴ καὶ τοῦ σώματός μου, δόξης θείας μετασχόντα,
αἴγλην ἀπαστράπτει θείαν». (10) «Πῦρ προσλαβὸν γὰρ
φρυγανώδους οὐσίας πῶς οὐ φλέξειε, πῶς ἂν οὐ
καταναλώσῃ, πῶς οὐκ ἐμποιήσειεν ἀφύκτους πόνους;» (11)

῎Η

«ἡ φλόξ, ἡ μέχρις οὐρανοῦ φθάνουσα καὶ ἐντός μου
ἐκκαιομένη μὲν σφοδρῶς, οὐ κατακαίουσα δὲ τὴν ἐν
τοῖς σπλάγχνοις οὖσάν μου οὐσίαν τὴν χορτώδη, ἀλλ᾿
ὅλην, ὤ τοῦ θαύματος, εἰς φλόγα μετεποίει». (12)
῾Ωστόσο, ἡ ὀντολογικὴ ἄβυσσος ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ κάθε
«γεώδη οὐσία» δὲν καταργεῖται:

«῎Εστι Θεὸς γὰρ ἄκτιστος, ἡμεῖς κτιστοὶ δὲ πάντες…
᾿Εκεῖνος πνεῦμα πέφυκεν ὑπὲρ ἅπαν δὲ πνεῦμα ὡς
ποιητὴς πνευμάτων τε καὶ δεσπότης ὑπάρχων, ἡμεῖς
σάρκες χοϊκαὶ καὶ γεώδης οὐσία». (13) Καί: «Πῶς ὅλως
ἔσται σύγκρισις σκιᾶς καὶ ἀληθείας, ἢ πνεύματος
λειτουργικοῦ καὶ δουλικοῦ, εἰπέ μοι, πρὸς πνεῦμα τὸ
δεσποτικὸν καὶ παντουργὸν καὶ θεῖον, τὸ στεροῦν καὶ
δυναμοῦν πᾶσαν κτιστὴν οὐσίαν;» (14)

῞Ωστε μπορεῖ κανείς, συνοψίζοντας, νὰ πεῖ πὼς γιὰ τὸν ῞Αγιο
Συμεὼν ὁ ὅρος «οὐσία», χρησιμοποιούμενος ἀναφορικὰ μὲ τὸν
κτιστὸ κόσμο (ἀγγέλους κι ἀνθρώπους, ψυχὴ-σῶμα) διακρίνεται
ριζικὰ ἀπὸ τὴ Θεία οὐσία, γιὰ τὴν ὁποία καὶ θὰ μιλήσουμε ἀμέσως
μετά, μὲ τὸ κτιστὸ τοῦ χαρακτῆρα της σ᾿ ἀντίθεση πρὸς τὸ Θεὸ
Δημιουργό, ὅπως καὶ μὲ τὸ γεῶδες τῆς φύσεώς της, τὴν ἀνικανό-
τητά της νὰ συλλάβει μὲ τὴ νόηση ὄχι μονάχα τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ
τὶς οὐσίες τῶν ἄλλων κτισμάτων, ἱκανὴ ὡστόσο ταυτόχρονα νὰ
δέχεται τὸ Θεῖον Πῦρ καὶ νὰ καταφλέγεται ἀπ᾿ αὐτὸ χωρὶς καὶ
νὰ ἀφανίζεται ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος.

Μπορεῖ ἀκόμα νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ἡ ἔννοια αὐτὴ τῆς «οὐσίας»
παίρνει γιὰ τὸ Συμεὼν σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ἕνα νόημα
συγκεκριμένο, ταυτόσημο περίπου μὲ τὰ πράγματα, ποὺ ὑποδηλώ-
νει, σ᾿ ὅ,τι αὐτὰ ἔχουν τὸ πιὸ βαθύ.

Μπορεῖ ἀκόμα νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ὁ Συμεὼν οὐδέποτε βλέπει
τὴν «κτιστὴ οὐσία» ἀπὸ μιὰ σκοπιὰ θεωρητική, ἀλλὰ πάντα σὲ
σχέση μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴ δική του πνευματικὴ ζωή.

῞Ομως αὐτό, γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ θέλαμε νὰ μιλήσουμε στὴν παροῦσα
μας μελέτη γιὰ τὸν ῞Αγιο Συμεών, εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ ἄκτιστη
οὐσία τοῦ Θεοῦ.

Χωρὶς νὰ προσπαθεῖ νὰ δώσει ἕνα θεολογικὸ ἢ φιλοσοφικὸ
ὁρισμὸ τοῦ ὅρου, πρᾶγμα, ποὺ κατὰ τὸν ἴδιο θά ᾿ταν ἄλλωστε
ἀδύνατο, ὁ Συμεὼν ἐπιμένει στὸ ὅτι ἡ διερεύνηση τῆς ἄκτιστης
οὐσίας τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ θράσος, πρὸ πάντων γιὰ ἀνθρώπους,
ποὺ στεροῦνται τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα.

«Θαυμάζειν μοι ἔπεισιν ἐπὶ τοὺς πολλοὺς τῶν
ἀνθρώπων, οἵ, πρὸ τοῦ γεννηθῆναι ἐκ τοῦ Θεοῦ καὶ
τέκνα χρηματίσαι αὐτοῦ, θεολογεῖν καὶ περὶ Θεοῦ λέγειν
οὐ φρίττουσι. Διὰ δὴ τοῦτο καὶ ὅταν περὶ θείων καὶ
ἀνεφίκτων πραγμάτων ἀκούω τούτων τινὰς φιλοσο-
φοῦντας καὶ ἀνάγνως θεολογοῦντας καὶ τὰ περὶ Θεοῦ
καὶ τὰ κατ᾿ αὐτὸν ἐξηγουμένους ἄνευ τοῦ συνετίζοντος
Πνεύματος, φρίττει μου τὸ πνεῦμα καὶ οἱονεὶ ἔξω
ἐμαυτοῦ γίνομαι, ἀναλογιζόμενος καὶ σκοπῶν τὸ πᾶσιν
ἀκατάληπτον τῆς θεότητος καὶ ὅπως, τὰ ἐν ποσὶν
ἀγνοοῦντες καὶ αὐτοὺς ἡμᾶς, (15) περὶ τῶν ἀνεφίκτων
ἡμῖν ἀφοβίᾳ Θεοῦ καὶ τόλμῃ φιλοσοφεῖν προθυμούμεθα,
καὶ ταῦτα κενοὶ Πνεύματος ὄντες τοῦ ταῦτα φωτίζοντος
ἢ καὶ ἀναπτύσσοντος καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ περὶ Θεοῦ
λέγειν τι ἁμαρτάνοντες. Εἰ γὰρ τὸ γνῶναι μόνον
ἕκαστον χαλεπὸν καὶ κομιδῇ ὀλίγοις φιλοσοφούμενον…
καὶ προσέτι πάντῃ ἄλογον καὶ ἀσύνετον καὶ φύσιν
Θεοῦ καὶ οὐσίαν ἐξερευνᾶν». (16)

Καὶ συνεχίζει:

«᾿Αλλὰ τί τὰ ἑαυτῶν ἀφέντες, ὦ οὗτοι, καλῶς
διατίθεσθαι, τὰ περὶ Θεοῦ καὶ τῶν θείων ἐξερευνᾶτε;
Μεταβῆναι δὲ πρῶτον ἡμᾶς ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν
ζωήν, εἶθ᾿ οὕτω δέξασθαι σπέρμα ἐν ἑαυτοῖς ἄνωθεν
τοῦ ζῶντος Θεοῦ καὶ γεννηθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ, ὡς
χρηματίσαι τέκνα αὐτοῦ, καὶ ἑλκύσαι Πνεῦμα ἐν τοῖς
ἐγκάτοις καὶ οὕτως ἐλλαμπομένους τοῦ περὶ Θεοῦ
φθέγγεσθαι, καθόσον οἷόν τε καὶ ἀπὸ Θεοῦ ἐλλαμπό-
μεθα». (17)
Τὰ ἀπ οσπάσματα αὐτὰ εἶναι πολὺ σημαντικά, γιὰ νὰ
κατανοήσουμε αὐτό, ποὺ μποροῦμε νὰ ὀνομάσουμε γνωσιολογία
τοῦ ῾Αγίου Συμεών. ῞Οπως βλέπουμε, ἡ γνώση τῶν γήινων
πραγμάτων, καὶ ἀκόμα καὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας, εἶναι ἤδη ὁλότελα
σχετική, ὅσον δ᾿ ἀφορᾶ τὴ γνώση τῆς Θείας οὐσίας εἶναι ἄτοπο
καὶ νὰ ἐπιθυμοῦμε ἀκόμη νὰ τὴν ἐξετάσουμε. Τὸ σπουδαιότερο
δὲ εἶναι ὅτι πᾶσα «Θεολογία», δηλαδὴ ἡ γνώση «τῶν περὶ Θεοῦ
καὶ τῶν κατ᾿ αὐτὸν» -ὅρος παραδοσιακός, γιὰ νὰ ὑποδηλώσει τὶς
ἰδιότητες καὶ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ (18) — προϋποθέτει ἐξαγιασμὸ
καὶ φωτισμό, καὶ εἶναι ἀνάλογη μ᾿ αὐτὰ τὰ δυὸ μέσα στὰ πλαίσια
τοῦ δυνατοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. ῞Ολη αὐτὴ ἡ ἐπιχειρηματολογία
θυμίζει πολὺ τὸν ῞Αγιο Βασίλειο, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἡ δυνατότης
μιᾶς γνώσεως μυστικῆς ἀναπτύσσεται περισσότερο ἀπὸ τὸν ῞Αγιο
Συμεών, παρὰ ἀπὸ τὸν ῞Αγιο Βασίλειο.

Αὐτὴ ἡ ἀνάγκη τῆς χάριτος γιὰ κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ ἐκφράζεται
κατὰ τρόπο ἀρνητικὸ στὸν ἀκόλουθο ὕμνο:

«Πῶς καὶ ὑπενέγκοιτο πυρὸς ἀστέκτου φύσιν
ἀκάνθας γέμουσα παθῶν ψυχὴ καὶ ἁμαρτίας, οὐσίας
πῶς χωρήσειεν ἀχώρητον εἰς ἅπαν, πῶς σκότος οὖσα
συγκραθῇ φωτὶ τῷ ἀπροσίτῳ καὶ μὴ ἀφανισθήσεται
αὐτοῦ τῇ παρουσίᾳ;». (19)

῞Οπως βλέπουμε, ἡ Θεία οὐσία παραμένει «ἀπόλυτα» ἀχώρητος,
ἀκόμη καὶ στὴν παρουσία τοῦ φωτός. ῾Ο ῞Αγιος Συμεὼν τὴν
ὀνομάζει «κεκρυμμένην οὐσίαν»:

«῏Ω φύσις ἀμόλυντε, οὐσία κεκρυμμένη, φιλανθρωπία
ἄγνωστε τοῖς πλείοσιν ἀνθρώποις, ἔλεος οὐχ ὁρώμενον
τοῖς ἀφρόνως βιοῦσιν, οὐσίαν ἀναλλοίωτε, ἄτμητε,
τρισαγία…». (20)

῾Ο Συμεὼν ὡστόσο τὴν παραβάλλει μὲ Θεῖον ἄϋλον πῦρ:
" ᾿Ακούσατ ε , οἱ ε ἰ ς Θεὸν ὡς ἐγὼ ἁμαρτόντ ε ς,
σπουδάσατε καὶ δράμετε ἐν τοῖς ἔργοις εὐτόνως
καταλαβεῖν καὶ δράξασθαι πυρὸς ἀΰλου ὕλην -ὕλην δ᾿
εἰπὼν τὴν θείαν σοι ἐδήλωσα οὐσίαν- καὶ ἐξανάψαι
τῆς ψυχῆς τὴν νοερὰν λαμπάδα, ἵνα γένησθε ἢλιοι
λάμποντες ἐν τῷ κόσμῳ«. (21)

Σὲ μιὰ περίπτωση δὲ τὴ συνταυτίζει ἀκόμη καὶ μὲ τὴν ἀγάπη:
«᾿Αγάπη γάρ», λέει, «οὐκ ὄνομα, ἀλλὰ οὐσία θεία». (22)

῾Ωστόσο ὁ ὅρος «οὐσία» δὲν ἱκανοποιεῖ τὸν ῞Αγιο Συμεών,
ὅταν θέλει νὰ μιλήσει γιὰ τὸ Θεό.

῎Ετσι, ἀκολουθῶντας τὴν ἀποφατικὴ γραμμὴ τῶν ῾Αγίων
Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας, Διονυσίου τοῦ ᾿Αρεοπαγίτου, Μαξίμου
τοῦ ῾Ομολογητοῦ καὶ ᾿Ιωάννου του Δαμασκηνοῦ, (23) λέει σὲ μιὰ
σειρὰ κείμενα ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε οὐσία καὶ προτιμᾶ
νὰ τὸν ἀποκαλεῖ «ὑπερούσιον». ᾿Αναρωτιέται, ἂν μπορεῖ κανεὶς
νὰ ὀνομάζει τὸν Θεὸ οὐσία:

«Εἰ γὰρ ὑπάρχεις ἀληθῶς ἀνερμήνευτος ὅλως,
ἀόρατος, ἀπρόσιτος, ἀ κατανόητός τε, ἀναφής,
ἀψηλάφητος, ἄληπτος ὅλως, σῶτερ, πῶς σὲ προσονο-
μάσωμεν, πῶς δέ σε καὶ οὐσίαν ποταπήν τε καὶ ὁποίαν
τολμήσωμεν εἰπεῖν σε; ῎Οντως οὐδὲν τῶν πάντων γὰρ
ὑπάρχεις, ὦ Θεέ μου». (24)

᾿Επιμένει δὲ ὅτι ὁ Θεὸς ὑπερβαίνει κάθε οὐσία:

«῾Η θεία δὲ καὶ ἄκτιστος καὶ ὑπερούσιος φύσις, ὡς
τῆς οὐσίας τῶν κτιστῶν ὑπερέχουσα πάντων, καλεῖται
ὑπερούσιος, πλὴν ἐνούσιος πέλει καὶ ἐνυπόστατός ἐστιν,
ὑπὲρ οὐσίαν πᾶσαν, καὶ πρὸς ὑπόστασιν κτιστὴν
ἀσύγκριτός γε πάντῃ νοεῖται, ἔστιν ὅλη γὰρ ἀπερί-
γραπτος φύσει». (25)

῾Η ἴδια ἀπόλυτη ὑπερβατικότης τοῦ Θεοῦ σὲ σχέση μὲ κάθε
δημιούργημα ἐκφράζεται μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια:

«῞Ολος τὰ σύμπαντα πληροῖ ὅλος ὤν ἔξω πάντων,
ὑπὲρ τὰ πάντα, δέσποτα, ὑπὲρ ἀρχὴν δὲ πᾶσαν, ὑπὲρ
οὐσίαν ἅπασαν, ὑπὲρ φύσεως φύσιν, ὑπὲρ αἰῶνας
ἅπαντας, ὑπὲρ φῶς ἅπαν, σῶτερ, ὑπὲρ οὐσίας νοερᾶς –
ἔργον γὰρ σὸν κἀκεῖναι». (26)

Παρατηροῦμε ὅτι αὐτὸ τὸ Θεὸ τὸν ὑπερούσιο καὶ ὑπεράνω
πάντων ἐπικαλεῖται ὁ ῞Αγιος Συμεὼν σ᾿ αὐτὴ τὴν περικοπή, ὅπως
καὶ σ᾿ αὐτήν, ποὺ παραθέσαμε πιὸ πάνω, (27) ὡς Σωτῆρα. Εἶναι
αὐτὸ τὸ χριστιανικὸ παράδοξο, ποὺ βρίσκεται στὸ ἐπίκεντρο τῆς
πνευματικότητος καὶ ποὺ τὴ διακρίνει ριζικὰ ἀπὸ τὸ μυστικισμὸ
τοῦ Πλωτίνου. ῾Η ἐνανθρώπηση δὲ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἔκφραση
τοῦ χριστιανικοῦ αὐτοῦ παραδόξου:

«Αὐτὸς γὰρ ὑπερούσιος, ἄκτιστος ὤν τὸ πρόσθεν,
σάρκα τε ἀνελάβετο καὶ κτιστός μοι ὡράθη». (28)

Αὐτὴ ἡ «ὑπερούσιος οὐσία» (29) εἶναι τριαδική, καὶ ὁ Συμεὼν
μιλάει πολὺ γιὰ τὴν τριαδικότητά της:

«Φῶς ὁ Πατήρ, φῶς ὁ Υἱός, φῶς τὸ ῞Αγιον Πνεῦμα.
Βλέπε τί λέγεις, ἀδελφέ, βλέπε μὴ παρασφάλῃς! ῞Εν
γὰρ τὰ τρία φῶς εἰσιν, οὐ κεχωρισμένον, ἀλλ᾿ ἡνωμένον
ἐν τρισὶ προσώποις ἀσυγχύτως, Θεὸς γὰρ ἀδιαίρετος
ὅλως ἐστὶ τῇ φύσει, καὶ τῇ οὐσίᾳ ἀληθῶς ὑπὲρ πᾶσαν
οὐσίαν… ὅλος γὰρ ἁπλοῦν φῶς καθορᾶται… τὰ τρία μία
φύσις γε, οὐσία καὶ Θεότης». (30)

Σ᾿ ἄλλη περίπτωση εἶναι τὸ ἀμετάβλητο τῆς τριαδικῆς οὐσίας,
ποὺ ἐμφαίνεται:

«῏Ω Τριάς, ἡ κτίστης πάντων, ὦ Θεέ μου μόνε μόνῳ,
ἀπερίγραπτε τῇ φύσει, ἀκατάληπτε τῇ δόξῃ, ἀνερμήνευτε
τοῖς ἔργοις, ἀναλλοίωτε οὐσίᾳ!» (31)

Μερικὲς φορὲς ὁ Συμεὼν χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «ὑπερούσιος»,
γιὰ νὰ ὑποδηλώσει τὸ ἄρρητο καὶ ἀκατάληπτο τῶν ἐνδοτριαδικῶν
σχέσεων:

«᾿Επὶ δὲ τῆς θείας καὶ ἀνυπάρκτου ὑποστάσεως καὶ
ἀγεννήτου γεννήσεως καὶ ἀνυποστάτου ὑποστάσεως
καὶ ὑπερουσίου οὐσιώσεως, ἤ τί ἕτερον εἴπω, οὐκ οἶδα…
ἄφθεγκτα (γὰρ) πάντῃ καὶ ἄρρητα καὶ ἀκατανόητα τὰ
τῆς θείας καὶ ὑπερουσίου φύσεως καὶ ἀνθρωπίνῳ νοῒ
ἀκατάληπτα». (32)

῾Η λέξη «οὐσία» γιὰ τὸν ῞Αγιο Συμεὼν ἔχει ἐπίσης μιὰ ἔννοια
χριστολογικὴ ὅταν, πιστὸς στὰ δόγματα τῆς ἐν Χαλκηδόνι συνόδου,
μιλάει γιὰ δυὸ φύσεις καὶ δυὸ «οὐσίες» τοῦ Χριστοῦ σὲ μιὰ
ὑπόσταση.

«Εἷς οὖν Θεὸς ἐγώ εἰμι, τέλειος ἄνθρωπός τε», λέει
ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στοὺς ὕμνους, «ὁλοτελής, ὁλόκληρος,
σάρξ, ψυχή, νοῦς καὶ λόγος· ἄνθρωπος ὅλος καὶ Θεὸς
ἐν δυσὶ ταῖς οὐσίαις, διπλαῖς ὡσαύτως φύσεσι, διπλαῖς
ταῖς ἐνεργείαις, διπλαῖς καὶ ταῖς θελήσεσιν ἐν μιᾷ
ὑποστάσει, Θεὸς ὁμοῦ καὶ ἄνθρωπος εἷς εἰμι τῆς
Τριάδος». (33)

᾿Αλλοῦ ὁ Συμεὼν παροτρύνει τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ μετανοήσουν,

«ἵνα γένησθε ὡς θεοὶ Θεοῦ ὅλην τὴν δόξαν ἔνδον
ὑμῶν κατέχοντες ἐν δύο ταῖς οὐσίαις, διπλαῖς πάντως
ταῖς φύσεσι, διπλαῖς ταῖς ἐνεργείαις, διπλοῖς καὶ τοῖς
θελήμασι». (34)

῎Ετσι ἡ θέωση θά ᾿ταν ἡ πλήρης ἕνωση τῶν δύο οὐσιῶν μας,
ψυχῆς καὶ σώματος, μὲ τὶς δύο οὐσίες τοῦ Χριστοῦ.

«Θεὸς κἀγὼ γίνομαι… ῾Η ψυχὴ οὖν καὶ τὸ σῶμα,…
ἓν ἐν οὐσίαις ταῖς δυσί· ταῦτα οὖν τὰ ἓν καὶ δύο τοῦ
Χριστοῦ μεταλαβόντα καὶ τοῦ αἵματος πιόντα
ἀμφοτέραις ταῖς οὐσίαις καὶ ταῖς φύσεσιν ὡσαύτως
ἑνωθέντα τοῦ Θεοῦ μου γίνονται Θεὸς μεθέξει». (35)

Μ᾿ ὅλο ποὺ ὁ ῞Αγιος Συμεὼν ἐπιμένει, ὅπως εἴδαμε, στὸ
κεκρυμμένο καὶ ἀναλλοίωτο τοῦ χαρακτῆρα τῆς Θείας οὐσίας,
ὡστόσο κάνει λόγο καὶ γιὰ τὶς ἐκδηλώσεις της. Πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα
γιὰ τὸ φῶς τῆς δόξας της:

«῎Ελαμψας, ἐξέφανας φῶς τὸ τῆς δόξης,
φῶς ἀπρόσιτον τῆς σῆς οὐσίας, σῶτερ,
καὶ κατηύγασας ψυχὴν ἐσκοτισμένην». (36)

῾Η οὐσία διακρίνεται ἀπὸ τὴ Θεία δύναμη:

«῎Επλασα τὸν χοῦν εἰς σῶμα,
ἐνεφύσησα ψυχήν τε,
οὐκ ἐκ τῆς ἐμῆς οὐσίας,
ἀλλ᾿ ἐκ τῆς ἐμῆς ἰσχύος». (37)

῾Η ἑνότητά της (οὐσίας) ὅμως ἐπιβεβαιώνεται:

«Θεῷ πάντων, ἐν Τριάδι ὑποστάσεων,
μιᾷ τε προσκυνουμένῳ οὐσίᾳ!». (38)

Πολὺ συχνότερα ὁ ῞Αγιος Συμεὼν ὁμιλεῖ γιὰ τὶς «ἐνέργειες»
τῆς Θείας οὐσίας, χρησιμοποιῶντας ἔτσι ἕνα ὅρο παραδοσιακὸ
καὶ κλασσικὸ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ῾Αγίου Βασιλείου (39) κι ἀκόμα
πολὺ πιὸ πρίν, ἀφοῦ τὸν χρησιμοποιεῖ ἤδη ὁ ἀπολογητὴς
᾿Αθηναγόρας, (40) ποὺ ὡστόσο ἔγινε πασίγνωστος μὲ τὸν ῞Αγιο
Γρηγόριο Παλαμᾶ. ῎Ετσι ὁ ῞Αγιος Συμεὼν λέγει πὼς αὐτὲς οἱ
«ἐνέργειες» εἶναι ἀδύνατο νὰ γνωσθοῦν:

«Πῶς τοῦ κτίστου τῶν ἁπάντων
ὅλως φύσιν ἐρευνῆσαι,
ἐνεργείας τούτου πάλιν
πῶς μοι λέγεις ἑρμηνεῦσαι;» (41)

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ῞Αγιος Συμεὼν ἐδῶ μιλάει ὄχι γιὰ τὴν
οὐσία, μὰ γιὰ τὴ φύση τοῦ Θεοῦ, σ᾿ ἕνα ἄλλο ὅμως χωρίο ταυτίζει
αὐτὲς τὶς δύο ἔννοιες:

«Οὐ (γὰρ) διΐσταται τὰ σά,
οὐ τέμνονται δὲ ὅλως,
ἀλλ᾿ ἡ φύσις οὐσία σου
καὶ ἡ οὐσία φύσις». (42)

῾Ωστόσο ὁ ῞Αγιος διατηρεῖ, μέσα στὶς πιὸ ὑψιπετεῖς ὁράσεις
του, τὴ διάκριση ἀνάμεσα στὴν οὐσία καὶ τὶς ἐνέργειες τοῦ
Θεοῦ:

«Δίδου μοι βλέπειν τὸ πρόσωπόν σου, Λόγε,
καὶ ἀπολαύειν τοῦ ἀπορρήτου κάλλους
καὶ κατανοεῖν καὶ τρυφᾶν σου τῆς θέας,
θέας ἀρρήτου, θέας τῆς ἀθεάτου,
θέας τῆς φρικτῆς, ὅμως δίδου μοι λέγειν
τὰς ἐνεργείας αὐτῆς, οὐ τὴν οὐσίαν!» (43)

Γιὰ νά ᾿μαστε ἀκριβεῖς, πρέπει νὰ σημειώσουμε πὼς ἡ διάκριση
ἐδῶ γίνεται μᾶλλον ἀνάμεσα στὴν οὐσία καὶ τὶς ἐνέργειες τοῦ
ἰδίου τοῦ Θεοῦ, ἡ διαφορὰ ὅμως δὲν φαίνεται σημαντική, ἀφοῦ
πρόκειται γιὰ τὴ θέα αὐτοῦ τούτου τοῦ Λόγου. ῾Ο ῞Αγιος Συμεὼν
ἐξηγεῖ τὸ γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ δεῖ κανεὶς τὴν οὐσία μὲ τὸ
γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὑπερούσιος. Δοκιμάζει ὁ ἅγιος τὴν
ἀνταύγεια, τὴν ἀντίλαμψη τῆς Θείας δόξας, σὰν ἕνα φῶς ἁπλό,
ποὺ ἑνώνεται μαζί του:

«῾Υπὲρ φύσιν γάρ, ὑπὲρ οὐσίαν πᾶσαν
ἧς ὅλος αὐτός, ὁ Θεός μου καὶ κτίστης.
῾Η δὲ ἀπαυγὴ τῆς δόξης σου τῆς θείας
φῶς ἁπλοῦν ἡμῖν, φῶς γλυκὺ καθορᾶται,
φῶς ἀποκαλύπτεται, φῶς συνενοῦται
ὅλον, ὧς οἶμαι, ὅλοις ἡμῖν σοῖς δούλοις,
φῶς πνευματικῶς βλεπόμενον, μακρόθεν,
φῶς ἐντὸς ἡμῶν εὑρισκόμενον αἴφνης». (44)

Στὰ «᾿Ηθικά» του (πραγματεῖες ἠθικὲς) ὁ ῞Αγιος Συμεὼν πάει
ἀκόμα πιὸ πέρα. ῎Ετσι, μιλῶντας γιὰ τὸ μυστήριο τῆς ᾿Αναστάσεως
καὶ βεβαιώνοντας ὅτι τὸ μυστήριο τοῦτο πραγματώθηκε μέσα σὲ
κάθε ἕναν ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀλλοτινῶν καιρῶν καὶ ὅτι πραγματώ-
νεται ἀδιάκοπα ἴσαμε τώρα, (45) λέγει:

«Λαμβάνοντες γὰρ τὸ τοῦ Δεσπότου ἡμῶν καὶ Θεοῦ
Πνεῦμα, συμμέτοχοι αὐτοῦ τῆς Θεότητος καὶ τῆς οὐσίας
γινόμεθα· ἐσθίοντες δὲ τὴν παναμώμητον αὐτοῦ σάρκα,
τὰ θεῖα λέγω μυστήρια, σύσσωμοι αὐτοῦ καὶ συγγενεῖς
ἐν ἀληθείᾳ ὁλοκλήρως γινόμεθα». (46)

῾Η μέθεξη στὴ Θεία οὐσία συνδέεται ἐδῶ μὲ τὴ Θεία Εὐχαριστία
καὶ τὴ δωρεὰ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Τὸ χωρίο ἐξάλλου δὲν εἶναι
παρὰ μόνο μιὰ παράφραση τῆς φράσεως «θείας κοινωνοὶ φύσεως»
τῆς Βʹ ἐπιστολῆς τοῦ ᾿Αποστόλου Πέτρου. Στοὺς στίχους ὡστόσο,
ποὺ ἀκολουθοῦν, ὁ ῞Αγιος Συμεὼν μειώνει κάπως τὴν ἔκταση καὶ
τὴ σπουδαιότητα αὐτῆς τῆς μεθέξεως, ἐπιμένοντας πὼς πρόκειται
γιὰ μιὰ κατὰ χάριν ἐξομοίωση πρὸς τὸ Θεό:

«Τοῦτο (δὲ) γινόμενοι, ὅμοιοι αὐτῷ τῷ φιλανθρώπῳ
Θεῷ καὶ Δεσπότῃ ἡμῶν κατὰ χάριν γινόμεθα,
ἀνακαινιζόμε νοι καὶ ἀνανεούμενοι τὴν ψυχήν,
ἀφθαρτοποιούμενοί τε καὶ ὡς ἐκ νεκρῶν ζῶντες
ἐξανιστάμενοι, αὐτὸν δηλαδὴ τὸν ὅμοιον ἡμῖν γενέσθαι
καταξιώσαντα βλέποντες καὶ βλεπόμενοι ὑπ᾿ αὐτοῦ οἱ
ἀξιωθέντες ὅμοιοι γενέσθαι αὐτῷ, ὡς εἴ τις ἀπὸ
μακρόθεν πρόσωπον φίλου αὐτοῦ καθορᾷ καὶ διαλέγεται
αὐτῷ καὶ προσομιλεῖ καὶ φωνῆς ἀκούει αὐτοῦ». (47)

῎Αρα δὲν πρόκειται κατὰ κανένα τρόπο γιὰ οὐσιαστικὴ ταύτιση
μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ γιὰ κοινωνία «ἀπὸ μακρόθεν», μολονότι πραγμα-
τικὴ καὶ ἐμπερικλείουσα ὅλο μας τὸ εἶναι.

* * *

Προτοῦ συνεχίσουμε πάρα πέρα αὐτὴ τὴ μελέτη πάνω στὴ
θεία οὐσία κατὰ τὸν ῞Αγιο Συμεὼν τὸ Νέο Θεολόγο, θὰ πρέπει νὰ
σταθοῦμε στὴ χρήση, ποὺ κάνει τοῦ ὅρου «Θεία οὐσία» ὑπὸ τὴ
μορφὴ τῶν ἐκφράσεων «κατ᾿ οὐσίαν» καὶ «τῇ οὐσίᾳ».

῾Η φράση «κατ᾿ οὐσίαν» ἔχει πρῶτα μιὰ τριαδολογικὴ ἐφαρμογή,
στὴν ὁποία ἔχει περίπου τὴν ἔννοια τοῦ «ὁμοούσιου», τοῦ
«αὐθεντικοῦ», τοῦ «πραγματικοῦ». ῎Ετσι, γιὰ νὰ προσδιορίσει τὸν
Πατέρα, λέει: «῎Εστι (γὰρ) ἀγέννητος τὸ κατ᾿ οὐσίαν», (48) θέλοντας
νὰ πεῖ πὼς ἡ ὑποστατικὴ φύση ἢ ἰδιότητα τοῦ Πατρὸς δὲν εἶναι
κάτι τὸ «περιστασιακὸ» ἢ «συμβεβηκός», ἀλλὰ ἀνήκει σ᾿ αὐτὸ
τοῦτο τὸ εἶναι Του ἤ, μιλῶντας γιὰ τὸν Υἱό, γιὰ νὰ ὑποδηλώσει
τὴν ἰσότητά Του πρὸς τὸν Πατέρα, λέει:

«Θεὸς τῷ Πατρὶ ἴσος καὶ κατ᾿ οὐσίαν
καὶ κατὰ φύσιν καὶ κατὰ ἐξουσίαν
καὶ κατὰ μορφὴν ὄντως καὶ κατ᾿ ἰδέαν
καὶ κατὰ χρόνον Πατρὸς οὐδέπω δίχα». (49)

Παρατηροῦμε ὅτι τὸ «κατ᾿ οὐσίαν» διακρίνεται ἐδῶ ἀπὸ τὸ
«κατὰ ἐξουσίαν» κτλ. Χρησιμοποιεῖ ἀκόμα τὴ φράση «κατ᾿ οὐσίαν»,
γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸν αὐθεντικὰ Θεῖο χαρακτῆρα τοῦ ῾Αγίου
Πνεύματος:

«Πάντα γινῶσκον καὶ πληροῦν,
Θεὸς ὄν κατ᾿ οὐσίαν», (50)

ἢ γιὰ νὰ σημάνει τὸν οὐσιώδη χαρακτῆρα τῶν Θείων ἰδιοτήτων:

«Πῶς δὲ αἴγλη γίνῃ σὺ καὶ φλόξ μοι καθορᾶσαι
καὶ φλέγεις ὕλην, ἄυλος ὑπάρχων κατ᾿ οὐσίαν;» (51)

Στὴν ἐρώτηση αὐτὴ τοῦ Συμεὼν ἀποκρίνεται ὁ Χριστός:

«᾿Εγὼ τῇ φύσει ἄφραστος, ἀχώρητος ὑπάρχω,
ἀνενδεής, ἀπρόσιτος, ἀόρατος τοῖς πᾶσιν,
ἀναφής, ἀψηλάφητος, ἄτρεπτος τὴν οὐσίαν». (52)

Μ᾿ αὐτὴ τὴ συσσώρευση οὐσιωδῶν ἀποφατικῶν χαρακτηρισμῶν
ὁ ῞Αγιος Συμεὼν δείχνει τὸ μεγαλεῖο τοῦ χριστιανικοῦ μυστηρίου,
τὸ πῶς αὐτὸς ὁ ἴδιος Θεός, ὁ ἀόρατος καὶ ἀναλλοίωτος,
«καθορᾶται» ἢ γίνεται ὁρατός, φλέγει τὴν ψυχή μας καὶ ἑνώνεται
μὲ τὴν οὐσία της. (53) ῾Η ἀπόλυτη ὑπερβατικότης Του ἐπαναβε-
βαιώνεται μὲ τοὺς ὅρους, ποὺ ἀκολουθοῦν:

«(Τὸ Θεῖον πῦρ) ἄληπτον ὑπάρχει,
ἄκτιστον, ἀόρατόν γε,
ἔξω πάντων τῶν κτισμάτων,
τῶν ἐνύλων καὶ ἀΰλων,
τούτων πάντων ἔστιν ἔξω
κατὰ φύσιν, κατ᾿ οὐσίαν,
ναὶ δή, καὶ κατ᾿ ἐξουσίαν». (54)

᾿Αλλοῦ ὁ ῞Αγιος Συμεὼν λέγει ὅτι ἡ δημιουργὸς φύση τοῦ Θεοῦ
ἢ ἡ σοφία Του βρίσκεται ἔξω ἀπ᾿ ὅλα καὶ συγχρόνως εἶναι παροῦσα
«κατ᾿ οὐσίαν» παντοῦ:

«Οὐδαμῶς τι τῶν ἁπάντων
ἡ δημιουργὸς τῶν ὅλων ἔστιν
φύσις Θεία καὶ σοφία,
οὐδ᾿ ἐν πᾶσι (πῶς γὰρ ἔσται
τὸ οὐδὲν ὑπάρχον πάντων,
αἴτιον δὲ ὄν τῶν πάντων;)·
πανταχοῦ ἐστι κ᾿ ἐν πᾶσι
καὶ πληροῖ τὰ πάντα ὅλως
κατ᾿ οὐσίαν, κατὰ φύσιν,
καθ᾿ ὑπόστασιν ὡσαύτως». (55)

Αὐτὸ δὲ τὸ παράδοξο τοῦ «κατ᾿ οὐσίαν» ἀοράτου Θεοῦ καὶ
ὁρατοῦ στοὺς ἁγίους τὸ ἐξηγεῖ μὲ τὴν ἀντίθεση τοῦ ἢλιου καὶ
τῶν ἀκτίνων του:

«Καθορᾶται γὰρ ἀξίοις
οὐχ ὁρᾶται δὲ ὁ πλήρης,
ἀλλ᾿ ὁρᾶται ἀοράτως,
ὡς ἀκτὶς ἡλίου μόνη,
καὶ ληπτὸς αὐτοῖς τυγχάνει,
ἄληπτος ὤν κατ᾿ οὐσίαν.
῾Η ἀκτὶς μὲν καθορᾶται,
ἢλιος τυφλοῖ δὲ μᾶλλον,
καὶ ἀκτὶς αὐτοῦ ληπτή σοι». (56)

Τέλος ἡ ψυχή, καθὼς δημιουργήθηκε κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ,
ἔχει καὶ τὶς δυνάμεις της «κατ᾿ οὐσίαν»

«οὕτως οὖν καὶ ἡ ψυχή μου
κατ᾿ εἰκόνα τούτου ἔστι,
νοῦν γὰρ ἔχουσα καὶ λόγον
φέρει ταῦτα κατ᾿ οὐσίαν
ἄτμητα, ἀσύγχυτά τε,
ὁμοούσια ὡσαύτως». (57)

Βλέπουμε ὅτι ἐδῶ χρησιμοποιοῦνται οἱ ἴδιες ἐκφράσεις -«κατ᾿
οὐσίαν» καὶ «ὁμοούσιος»- μ᾿ ἕναν τρόπο πού ᾿ναι ὁ ἴδιος γιὰ τὴν
῾Αγία Τριάδα καὶ γιὰ τὴν ψυχή, ποὺ εἶναι εἰκόνα Της, χωρὶς νὰ
φωτίζεται ἡ ριζική, ἡ ὁλοσχερὴς διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Πρωτοτύπου,
ποὺ εἶναι ἄκτιστο, καὶ τῆς κτιστῆς εἰκόνας Του. ῎Αλλωστε πολλοὶ
εἶναι οἱ Πατέρες τῆς ἀρχαιότητας, ποὺ ἔκαναν τὸ ἴδιο, γιὰ νὰ
φωτίσουν τὸ μυστήριο τῆς ῾Αγίας Τριάδος. (58) ᾿Αλλ᾿ αὐτό, ποὺ
ἐνδιαφέρει ἐδῶ τὸν ῞Αγιο Συμεών, δὲν εἶναι τὸ ἴδιο τὸ Τριαδικὸ
δόγμα, ἀλλὰ ἡ φανέρωση τῆς Θείας εἰκόνας μέσα στὴν ψυχὴ
μέσῳ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος.

῞Οσο γιὰ τὴν ἔκφραση «τῇ οὐσίᾳ» τὴ συναντάει κανεὶς συχνὰ
στὸν ῞Αγιο Συμεών, ὅταν ὑποδηλώνεται τὸ ἀπόλυτα ἀδύνατο τοῦ
νὰ γίνει ὁρατὸς ἢ προσιτὸς ὁ Θεός, χωρὶς αὐτὸ νὰ ἐμποδίζει -κι
αὐτὸ εἶναι τὸ παράδοξο- τὸ νὰ ἑνώνεται ὁ Θεὸς ἀληθινὰ μ᾿ ἐμᾶς.

Λέει ὁ ῞Αγιος Συμεών:

«Εἰ γὰρ ἀόρατος αὐτοῖς (τοῖς ἀγγέλοις) ὑπάρχεις τῇ οὐσίᾳ,
τῇ φύσει τε ἀπρόσιτος, ἐμοὶ δὲ καθορᾶσαι,
πάντως καὶ τῇ τῆς φύσεώς σου μίγνυσαί μοι οὐσίᾳ·
οὐ γὰρ διΐστασαι τὰ σά, οὐ τέμνονται δὲ ὅλως,
ἀλλ᾿ ἡ φύσις οὐσία σου καὶ ἡ οὐσία φύσις». (59)

Αὐτὴ τὴν ὑπεροχὴ τῆς οὐσιώδους μεθέξεως στὸ Θεό, ποὺ
ἔχουν οἱ ἄνθρωποι σὲ σχέση μὲ τοὺς ἀγγέλους, ὁ ῞Αγιος Συμεὼν
τὴ στηρίζει στὴν εὐχαριστιακὴ κοινωνία:

«Τῆς οὖν σαρκός σου μετασχών, τῆς φύσεως μετέχω
καὶ τῆς οὐσίας ἀληθῶς τῆς σῆς μεταλαμβάνω,
συγκοινωνὸς θεότητος, ἀλλὰ καὶ κληρονόμος
γινόμενος ἐν σώματι, μείζων τῶν ἀσωμάτων
ὑπολαμβάνω, γίνομαι υἱὸς Θεοῦ, ὡς εἶπας,
οὐ πρὸς ἀγγέλους, πρὸς ἡμᾶς, δέ, θεοὺς οὕτω καλέσας·
᾿Εγὼ εἶπα· Θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ ὑψίστου πάντες». (60)

Αὐτὸ εἶναι τὸ κείμενο τοῦ ῾Αγίου Συμεών, ὅπου ἡ μέθεξη στὴ
Θεία οὐσία στὴν κοινωνία τῶν ᾿Αχράντων Μυστηρίων ἐπιβεβαιώ-
νεται κατὰ σαφέστατο τρόπο. Θὰ δοῦμε ὡστόσο ὅτι ἀλλοῦ ὁ
῞Αγιος Συμεών, θέλοντας νὰ ἐκφραστεῖ μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια
καὶ ὡς θεολόγος, περιορίζει αἰσθητὰ αὐτὴ τὴ βεβαίωση. ῎Ετσι,
μολονότι βεβαιώνει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας κατ᾿ οὐσίαν,
διερωτᾶται ἂν ὁ ὅρος αὐτὸς μπορεῖ ἀληθινὰ νὰ ἔχει ἐφαρμογὴ
στὸ Θεό, ἀφοῦ Αὐτὸς εἶναι ὑπερούσιος:

«῾Ο ἄνω ὤν σὺν Πατρὶ καὶ μεθ᾿ ἡμῶν τυγχάνων
οὐχ, ὥς τινες λογίζονται, τῇ ἐνεργείᾳ μόνῃ,
οὐδ᾿ ὡς νομίζουσι πολλοί, τῷ θελήματι μόνῳ,
οὐδὲ δυνάμει μόνῃ σου, ἀλλὰ καὶ τῇ οὐσίᾳ,
εἴπερ οὐσίαν ἐπὶ σοὶ τολμητέον τοῦ λέγειν
ἢ ἐννοεῖν, ἀθάνατε, ὑπερούσιε μόνε!». (61)

Βλέπουμε πὼς ὁ ῞Αγιος Συμεὼν διατηρεῖ ἐδῶ τὴ διάκριση
μεταξὺ τῆς παρουσίας «τῇ οὐσίᾳ» καὶ τῆς παρουσίας «τῇ ἐνεργείᾳ»
κι ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀρνεῖται εἶναι ἡ «ἐνεργείᾳ μόνῃ» παρουσία ὅπως
καὶ ἡ παρουσία «τῇ οὐσίᾳ» μόνο. ᾿Αλλοῦ ὁ ῞Αγιος Συμεὼν μιλάει
γιὰ τέτοια ἕνωση τοῦ Θείου πυρὸς μὲ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς
ψυχῆς ποὺ τὰ δύο γίνονται ἕνα:

«Τότε μίγνυται αὐτῇ ἀμίκτως
καὶ ἑνοῦται ἀπορρήτως,
ἐνουσίως τῇ οὐσίᾳ
ταύτης ὅλον ὅλῃ πάντως


καί, τὸ πῶς εἰπεῖν οὐκ ἔχω,
γίνονται εἰς ἓν τὰ δύο,
ἡ ψυχὴ μετὰ τοῦ κτίστου
καὶ ἐν τῇ ψυχῇ ὁ κτίστης». (62)

Αὐτὴ ἡ ἄφατη ἕνωση, μείξη ἄμικτη, ποὺ ὁ ῞Αγιος Συμεὼν
δυσκολεύεται νὰ περιγράψει, ἐκτείνεται καὶ στὸ σῶμα:

«Θαῦμα ξένον γε, ἡ σάρξ μου,
τῆς ψυχῆς λέγω οὐσίαν,
ναὶ δή, καὶ τοῦ σώματός μου,
δόξης θείας μετασχόντα
αἴγλην ἀπαστράπτειν θείαν». (63)

Εἶναι γιὰ μέθεξη τοῦ σώματος στὴ Θεία δόξα, ποὺ πρόκειται
ἐδῶ.

Μπροστὰ σ᾿ ὅλες αὐτὲς τὶς ἄρρητες πραγματικότητες, προσπα-
θῶντας ὡστόσο νὰ συλλάβει τὸ μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μὲ
ὅρους θεολογικούς, ὁ ῞Αγιος Συμεὼν διατυπώνει τὶς ἀμήχανες
ἀπορίες του μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια:

«Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, Πάτερ, Υἱὲ καὶ Πνεῦμα,
σὺ τῇ μορφῇ ἀνείδεος, παγκαλὴς δὲ τῇ Θείᾳ,
τῷ ἀμηχάνῳ κάλλει σου ἀμαυρῶν πᾶσαν θέαν,
ὡραῖος ὑπὲρ ὅρασιν, ὑπέρκεισαι γὰρ πάντων.
῎Αποσος ἐν ποσότητι, ὁρώμενος, οἷς βούλει,
οὐσίᾳ ὑπερούσιος, ἄγνωστος καὶ ἀγγέλοις·
ὅτι γὰρ εἷς, γινώσκοντες ἐκ τῶν ἐνεργειῶν σου,
ἐπεὶ αὑτὸν ὠνόμασας Θεόν, τὸν ὄντως ὄντα,
τοῦτο οὐσίαν λέγομεν, ὑπόστασιν καλοῦμεν·
τὸ γὰρ μὴ ὄν, ἀνούσιον ὄν, ἀνυπόστατον πέλει,
καὶ διὰ τοῦτο τολμηρῶς ἐνούσιον καλοῦμεν,
ἐνυπόστατον λέγομεν, ὅν οὐδείς ποτε εἶδε,
τὸν τρισυπόστατον Θεόν, ἄναρχον μίαν.
῎Αλλως δὲ πῶς τολμήσωμεν οὐσίαν σε καλέσαι
ἢ ὑποστάσεις ἐπὶ σοῦ τρεῖς μεριστὰς δοξάσαι;». (64)

Καὶ συνεχίζει ὁ ῞Αγιος, ὑπογραμμίζοντας τὴν ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ
(τὸ ἀδύνατο τῆς γνώσεώς Του):

«Καὶ πῶς κτιστὸς νοήσει σου τῆς ὑπάρξεως τρόπον
ἢ τῆς γεννήσεως τοῦ σοῦ Υἱοῦ, Θεοῦ καὶ λόγου,
εἴτε τῆς ἐκπορεύσεως Πνεύματός σου τοῦ Θείου,
ἵνα καὶ ἕνωσίν σου γνῷ καὶ χωρισμὸν κατίδῃ,
καὶ ἀκριβῶς οὐσίας σου τὸ εἶδος καταμάθῃ;
Οὐδεὶς οὐδέπω εἶδέ σου τούτων τι, ὧνπερ εἶπον.
Οὐ γὰρ ἐνδέχεται Θεὸν ἄλλον φύσει γενέσθαι,
ἵνα καὶ φύσεως τῆς σῆς ἐρευνῆσαι ἰσχύσῃ
οὐσίαν, εἶδος καὶ μορφήν, ὑπόστασιν ὡσαύτως,
ἀλλ᾿ εἶ αὐτὸς ἐν σεαυτῷ, μόνος Τριὰς Θεὸς εἶ,

σὲ δέ, ὁποῖος, ποταπὸς τῇ οὐσίᾳ τυγχάνεις
ἢ πῶς ἅπαξ ἐγέννησας καὶ γεννᾷς ἀεννάως

καὶ σοῦ (τοῦ Πατρὸς) ἐκπορευόμενον ἔχεις τὸ Θεῖον Πνεῦμα,
πάντα γινῶσκον καὶ πληροῦν, Θεὸς ὄν κατ᾿ οὐσίαν

Οὐδεὶς δ᾿ ἀγγέλων εἶδέ σου, οὐδείς ποτε ἀνθρώπων
τὴν ὕπαρξιν ἢ ἔγνωκε, καὶ γὰρ ἄκτιστος πέλεις». (65)

Τέλος στὸν Αʹ ὕμνο του, ὅπου περιγράφει λεπτομερῶς τὴ
μυστική του ἐμπειρία, ὅπως καὶ τὴν ἀδυναμία του νὰ τὴν ἐκφράσει
μὲ λόγια, ὁ ῞Αγιος Συμεὼν βεβαιώνει μὲ σαφήνεια ὅτι πρόκειται
γιὰ μιὰ ὅραση ἢ ὀπτασία ὄχι κατ᾿ οὐσίαν, ἀλλὰ κατὰ μέθεξιν.
Γράφει λοιπὸν καὶ πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα ἀναρωτιέται:

«Τί τὸ φρικτὸν μυστήριον, ὅ ἐν ἐμοὶ τελεῖται;
Λόγος ἐκφράζειν οὐδαμῶς ἰσχύει, οὐδὲ γράφειν
ἡ χείρ μου ἡ ταλαίπωρος εἰς ἔπαινον καὶ δόξαν
τοῦ ὄντος ὑπὲρ ἔπαινον, τοῦ ὄντος ὑπὲρ λόγον.
Εἰ γὰρ τὰ νῦν τελούμενα ἐν ἐμοὶ τῷ ἀσώτῳ
ἄρρητα ἀνεκλάλητα πέλουσι, πῶς ἐκεῖνος,
ὁ τῶν τοιούτων παροχεὺς καὶ ποιητής, εἰπέ μοι,
ἔπαινον χρῄζει παρ᾿ ἡμῶν ἢ δόξαν προσλαβέσθαι;

᾿Εν τούτῳ καὶ ἡ γλῶσσά μου ἐξαπορεῖ ρημάτων
καὶ τὰ τελούμενα ὁ νοῦς ὁρᾷ, οὐχ ἑρμηνεύει·
βλέπει καὶ βούλεται εἰπεῖν καὶ λόγον οὐχ εὑρίσκει·
ἀόρατα γὰρ καθορᾷ, ἀνείδεα εἰς ἅπαν,
ἁπλᾶ, πάντῃ ἀσύνθετα, ἄπειρα τῷ μεγέθει». (66)
῾Ωστόσο προσπαθεῖ νὰ κατανοήσει:
«Οὔτε ἀρχὴν γὰρ καθορᾷ, οὐ τέλος ὅλως βλέπει,
μέσην δὲ πάντῃ ἀγνοεῖ· καὶ πῶς εἴπῃ, τί βλέπει;
᾿Ανακεφαλαιούμενον ὅλον, δοκῶ, ὁρᾶται·
οὐ τῇ οὐσίᾳ πάντως δέ, ἀλλὰ τῇ μετουσίᾳ». (67)

Γιὰ νὰ κάνει πιὸ κατανοητὴ αὐτὴ τὴν κατὰ μέθεξιν ὅραση, ὁ
῞Αγιος Συμεὼν καταφεύγει στὴν ὁμοιότητα τοῦ ὑλικοῦ πυρός:

«᾿Εκ τοῦ πυρὸς ἀνάπτεις γὰρ καὶ πῦρ ὅλον λαμβάνεις,
κἀκεῖνο μένει ἄτμητον, ἀνέκλειπτον ὡς πρῴην,
πλὴν τὸ μεταδιδόμενον χωρίζεται τοῦ πρώτου
καὶ εἰς λαμπάδας γίνεται πολλάς· σωματικὸν γάρ.
᾿Εκεῖνο δὲ πνευματικόν, ἀμέριστον ὑπάρχον,
καὶ παντελῶς ἀχώριστον καὶ ἄτμητον ὑπάρχει
οὐ γὰρ μεταδιδόμενον εἰς πολλὰ διαιρεῖται,
ἀλλὰ καὶ μένει ἄτμητον καὶ ἐν ἐμοὶ ὑπάρχει». (68)

Κι ὕστερα ἀκολουθεῖ ἡ συγκεκριμένη μυστικὴ περιγραφὴ τῆς
Θείας φανερώσεως:

«᾿Εξανατέλλει ἐν ἐμοί, ἔνδοθεν τῆς ταλαίνης
καρδίας μου ὡς ἢλιος ἢ ὡς δίσκος ἡλίου,
σφαιροειδὴς δεικνύμενος, φωτοειδής, ὡς φλὸξ γάρ.
Οὐκ οἶδα, καθὼς εἴρηται, τί εἴπω περὶ τούτου,
καὶ ἤθελον τοῦ σιωπᾶν (εἴθε καὶ ἐδυνάμην!)». (69)

Στὸν Νʹ (πεντηκοστὸ) ὕμνο ἡ κοινωνία μὲ τὸ Θεό, ὄχι κατ᾿
οὐσίαν ἀλλὰ κατὰ μέθεξιν, κηρύσσεται ὡς σημεῖο τῆς ὀρθοδοξίας.
Λέει, ὡσὰν ἀπὸ μέρους τοῦ Χριστοῦ:

«(Εἰ) συνεῖναι γάρ με τοῖς ἁγίοις ἀκούεις,
αὐτὸν ὅλον με οὐσίᾳ, ἐν αἰσθήσει (70)
θεωρίᾳ τε, ἀλλὰ καὶ μετουσίᾳ,
σὺν τῷ Πατρί μου καὶ Πνεύματι τῷ θείῳ
καὶ ἐπαναπαύεσθαι σαφῶς ἐν τούτοις». (71)

Εἰ δ᾿ ἐν γνώσει, πράξει τε καὶ θεωρίᾳ
Θεὸς ἄνθρωπος ἐχρημάτισεν ὅλος,
ὅλον με Θεὸν τῇ Θεοῦ κοινωνίᾳ
ἐν αἰσθήσει καὶ γνώσει, οὐχὶ οὐσίᾳ, μετουσίᾳ δὲ
γενέσθαι πάντως χρὴ φρονεῖν ὀρθοδόξως«. (72)

Εἶναι δύσκολο νὰ εἶναι κανεὶς πιὸ κατηγορηματικός: ῞Ο,τι καὶ
νὰ μπορεῖ νὰ λέει ὁ ῞Αγιος Συμεὼν ἀλλοῦ, (73) ἐδῶ βεβαιώνει ὅτι ἡ
θέωση πραγματοποιεῖται ὄχι κατ᾿ οὐσίαν, ἀλλὰ κατὰ μέθεξιν. Κι
αὐτὴ ἡ βεβαίωση ἀποκτάει μιὰ ἰδιαίτερη σημασία, ἀφοῦ ὁ ῞Αγιος
Συμεὼν τὴν καθιστᾶ δοκιμὴ καὶ ἔλεγχο ὀρθοδοξίας. Στὸν ἴδιο
ὡστόσο ὕμνο, συνεχίζοντας τὶς ἐξομολογήσεις του καὶ τοὺς
μυστικοὺς καὶ θεολογικούς του στοχασμούς, ὁ ῞Αγιος Συμεὼν
ὁμολογεῖ ὅτι ἡ ἄϋλη Θεία οὐσία ἀποκαλύπτεται καὶ καθορᾶται
μέσα μας, καὶ μᾶς διαπερνᾶ πέρα ὡς πέρα. Μετὰ ποὺ θά ᾿χεις
ἀκολουθήσει τὸ Χριστὸ στὴν ὁδὸ τῶν ἐντολῶν καὶ τῶν παθῶν
Του,

«Καὶ τότε ἴδεις φῶς λαμπρότατον φαῖνον,
ἀέρι ψυχῆς πάμπαν λελευκασμένῳ,
ἀΰλως τὴν ἄϋλον σαφῶς οὐσίαν
ὅλην δι᾿ ὅλου ὄντως διϊκνουμένην». (77)

Δὲν ὑπάρχει ἀντίφαση σ᾿ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸ βάθος καὶ τὴν οὐσία
ἀνάμεσα στὰ τελευταῖα αὐτὰ ἀποσπάσματα, ἀφοῦ ἡ «οὐσία»
διαχέεται μέσα στὴν ψυχή, σὰν φῶς, δηλαδὴ μέσα σὲ μιὰ ἐκδήλωσή
της καὶ ὄχι ὅπως εἶναι καθ᾿ ἑαυτὴν ἤ, ὅπως θά ᾿λεγε ὁ ῞Αγιος
Συμεὼν «κατ᾿ οὐσίαν». ῾Ο τελευταῖος αὐτὸς ὅρος ἔχει στὸν ῞Αγιο
Συμεὼν μιὰ ἰδιαίτερα ἰσχυρὴ ἔννοια.

Πρέπει τώρα, γιὰ νὰ συμπληρώσουμε τὴ μελέτη μας, νὰ
ἐξετάσουμε ἕνα ὅρο, προερχόμενο ἀπὸ τὴ λέξη «οὐσία», τὸν ὅρο
«οὐσιωδῶς». Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸς αὐτὸς ὁ ὅρος γιὰ τὸν
῞Αγιο Συμεών, πρὸ πάντων στὰ «θεολογικὰ καὶ πρακτικά» του,
ὅπου ἀπαντᾶται συχνά. Μπορεῖ νὰ πεῖ κανείς, κατὰ ἕνα τρόπο
γενικό, ὅτι ὁ ῞Αγιος μὲ τὸ ἐπίρρημα αὐτὸ («οὐσιωδῶς») θέλει νὰ
ἐκφράσει τὴν πραγματικότητα τῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ
Θεό, ὅπως καὶ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὴ πραγματοποιεῖται.
῎Ετσι εἶναι, ποὺ τὸ χρησιμοποιεῖ, γιὰ νὰ δηλώσει τὴ συμμετοχή
μας στὴ Θεότητα, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς ἐνσαρκώσεως, τῆς ἐναν-
θρωπήσεως, ποὺ εἶναι μὲ τὴ σειρά της ἡ ἐκδήλωση τῆς Θείας
ἀγάπης:

«῾Η (δὲ) ἀγάπη αὕτη, εἴτ᾿ οὖν ἡ κεφαλὴ πασῶν τῶν
ἀρετῶν, ἐστὶν ὁ Χριστὸς καὶ Θεός, ὅς διὰ τοῦτο
κατῆλθεν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ γέγονεν ἄνθρωπος, μεταλαβὼν
τῆς ἡμετέρας γεώδους σαρκός, ἵνα μεταδῷ τῆς αὐτοῦ
θεότητος οὐσιωδῶς ἡμῖν καί, πνευματικοὺς ἡμᾶς
ἐργασάμενος καὶ ἀφθάρτους ἀποτελέσας, εἰς οὐρανοὺς
ἀνενέγκῃ». (75)

Σὲ μιὰ ἄλλη περικοπὴ ὁ ῞Αγιος Συμεὼν μιλάει γιὰ τὸ πῦρ τῆς
Θεότητος, ποὺ πυρπολεῖ τὴν ψυχή μας καὶ καταφλέγει καὶ
ἐκμηδενίζει, σὰν ξηρόκλαδα, τὰ πάθη της:

«᾿Επὰν δὲ ταῦτα ἐξαναλωθῇ καὶ ἡ τῆς ψυχῆς οὐσία
μόνη χωρὶς πάθους ἐναπομείνῃ, τότε οὐσιωδῶς καὶ
αὐτῇ ἑνοῦται τὸ θεῖον καὶ ἄϋλον πῦρ· καὶ εὐθὺς
ἀνάπτεται καὶ διαυγάζει καὶ μεταλαμβάνει, ὥσπερ ὁ
κλίβανος, τοῦ αἰσθητοῦ τούτου πυρός· οὕτω καὶ τὸ
σῶμα, τοῦ θείου καὶ ἀρρήτου φωτός, καὶ αὐτό, πῦρ
κατὰ μέθεξιν γίνεται». (76)

῾Η λέξη «οὐσιωδῶς» σ᾿ αὐτὰ τὰ κείμενα σημαίνει μιὰ πραγματικὴ
καὶ βαθεῖα μέθεξη τῆς «οὐσίας» τῆς ψυχῆς μας στὴ θεότητα, ποὺ
μεταμορφώνει ὅλο μας τὸ εἶναι, ὅπως τὸ λέει κι ὁ ἴδιος ὁ ῞Αγιος
Συμεών: «(Αὕτη ἐστὶν) ἡ μετουσία καὶ μέθεξις τῆς θεότητος αὐτοῦ,
δι᾿ ἧς ἑνούμεθα τῷ Θεῷ». (77) Εἶναι μυστήριο μέγα, ποὺ προξενεῖ
τὴν κατάπληξη τοῦ ῾Αγίου:

«Πῶς Θεὸς τῶν πάντων ἔξω,
τῇ οὐσίᾳ καὶ τῇ φύσει,
τῇ δυνάμει καὶ τῇ δόξῃ,
πανταχοῦ δὲ πῶς κ᾿ ἐν πᾶσι,
κατ᾿ ἐξαίρετον δὲ τούτων
ἐνοικεῖ ἐν τοῖς ἁγίοις
καὶ σκηνεῖ γνωστῶς ἐν τούτοις
καὶ οὐσιωδῶς ὁ πάμπαν
ὑπερούσιος ὑπάρχων;». (78)

Αὐτὴ ἡ συνειδητή, ἐν ἐπιγνώσει πραγματοποιουμένη Θεία
ἐνοίκηση καὶ ἡ θέα τοῦ Θεοῦ εἶναι μιὰ ἀληθινὴ ἕνωση μὲ τὸ
Θεό.

«῾Οπότε (γὰρ) αὐτῷ ἐκείνῳ οὐσιωδῶς τῷ Θεῷ
ἑνωθῶσι καὶ τῆς ἐκείνου θέας καὶ μεθέξεως ἀξιωθῶσιν,
οὐκέτι τῇ εἰκόνι τῶν ποιημάτων, οὐδὲ τῇ σκιᾷ τῶν
ὁρωμένων ἐμπαθῶς ἢ προσπαθῶς ἢ σχετικῶς
προσανέχουσι. Τῆς διανοίας γὰρ αὐτῶν ἐν τοῖς ὑπὲρ
αἴσθησιν ἐμφιλοχωρούσης καὶ οἱονεὶ ἀνακιρναμένης
καὶ λαμπρότητα θείας φύσεως μεταμφιεννυμένης, οὐκέτι
τὴν αἴσθησιν πρὸς τὰ ὁρώμενα καθὰ καὶ πρότερον
κέκτηνται». (79)

᾿Εδῶ ἡ ἕνωση, ἡ «οὐσιωδῶς» τελουμένη, συναρτᾶται μὲ τὸ
γεγονὸς τῆς περιβολῆς τοῦ φωτὸς τῆς Θείας φύσεως.

Σὲ μιὰ ἄλλη σειρὰ κειμένων εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὸ ῞Αγιο
Πνεῦμα, ποὺ ἐνεργεῖ μέσα μας «οὐσιωδῶς». ῎Ετσι, ἐλέγχοντας
ἐκείνους ποὺ «ἀγνοοῦσι τῆς παντελοῦς καθάρσεως τὸ ἡδύ τε καὶ
χαρίεν», ὁ ῞Αγιος Συμεὼν λέει πὼς αὐτοὶ

«(μᾶλλον δὲ) ἀπιστοῦσι καὶ ἀδύνατον εἶναι ἑαυτοὺς
πείθουσι τὸ καθαρεῦσαι ἄνθρωπον τελείως ἀπὸ παθῶν
καὶ ὅλον οὐσιωδῶς ἐν ἑαυτῷ δέξασθαι τὸν
Παράκλητον». (80)

Μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ λέξη «οὐσιωδῶς» χαρακτηρίζει
ἐδῶ μιὰ πλήρη καὶ συνειδητὴ ἐνοίκηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος.
᾿Αλλοῦ ἡ παρουσία αὐτὴ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος «οὐσιωδῶς»
ταυτίζεται μὲ τὴν «ἐνέργειά» Του, κι αὐτὸ γεννάει τὴ σκέψη
πὼς δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ ἐνοίκηση, ποὺ τελεῖται «κατ᾿ οὐσίαν»:

«῾Ο πόθος δὲ τοῦ Πνεύματος ἐνέργεια τυγχάνει
μᾶλλον δι᾿ αὐτοῦ οὐσιωδῶς ἐστὶν ἡ παρουσία,
ἐνυποστάσεως ἐν ἐμοὶ φῶς ἐντὸς ὁρωμένη·
τὸ φῶς δ᾿ ἀσύγκριτόν ἐστιν, ὅλον ἄφθεγκτον πέλει». (81)

Σὲ μιὰ ἄλλη ὅμως περικοπή, ἐκεῖνο ποὺ ὑπογραμμίζεται εἶναι
μᾶλλον τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο εἶναι ἕνα ἀγαθὸ καθ᾿
ἑαυτὸ καὶ κατὰ συνέπεια ὅλα τὰ ἀγαθά, ποὺ Αὐτὸ παρέχει, τὰ
παρέχει οὐσιωδῶς.
«(Τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον), οὐκ ἔξωθεν ταῦτα
συνεπαγόμενον, ἀλλ᾿ αὐτὸ ἐκεῖνο ὑπάρχον πᾶν ὁτιοῦν
καί ἐστιν ἀγαθόν», λέει ὁ ῞Αγιος σὲ μιὰ προσευχή του
πρὸς τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα, «ἐν οἷς γὰρ ἐγκατοικήσεις,
ἔχουσιν οὐσιωδῶς ἐν ἑαυτοῖς τὸ πᾶν ἀγαθόν». (82)

᾿Εδῶ εἶναι μᾶλλον ἡ αὐθεντικότης καὶ ἡ πληρότης τῶν δωρεῶν
τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅπως καὶ ἡ πραγματικότης τῆς ἀποκτήσεώς
των, ποὺ τονίζονται καὶ προτάσσονται. Μιὰ ἄλλη φορὰ πάλι αὐτὴ
ἡ ἕνωση μὲ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα ἐξετάζεται μέσα σ᾿ ἕνα γενικὸ
Τριαδικὸ πλαίσιο σὲ σχέση μὲ τὸν τριμερῆ χαρακτῆρα τῆς δομῆς
τοῦ ἀνθρώπου.

«῎Ω τοῦ θαύματος», ἀναφωνεῖ ὁ ῞Αγιος Συμεών, «ὅτι
ἄνθρωπος Θεῷ ἑνοῦται πνευματικῶς τε καὶ σωματικῶς,
εἴπερ οὐ χωρίζεται τοῦ νοῦ ἡ ψυχή, οὐδὲ τῆς ψυχῆς τὸ
σῶμα, ἀλλὰ τῇ οὐσιωδῶς ἑνώσει γίνεται τρισυπόστατος
κατὰ χάριν καὶ ὁ ἄνθρωπος, εἷς θέσει Θεός». (83)

Παρ᾿ ὅλα αὐτά, εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, ποὺ παραμένει
ἡ βάση τῆς ἑνώσεως τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι αὐτὴ ἡ
ἐνανθρώπηση, ποὺ καθιστᾶ τὴν ἕνωση τούτη δυνατὴ ἐν Πνεύματι
῾Αγίῳ, ἔτσι πού, πρὶν τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ἀποκλειόταν νὰ
ἑνωθεῖ ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἄνθρωπο «οὐσιωδῶς». ᾿Ακολουθῶντας τὰ
βήματα τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, (84) ὁ ῞Αγιος Συμεὼν
λέει στοὺς ὕμνους του ὅτι ὁ Θεὸς

«ἐλάλει (γὰρ) τὸ πρότερον
(δηλαδὴ πρὶν τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου)
διὰ Πνεύματος Θείου
καὶ ἐνεργείᾳ τῇ αὐτοῦ θαύματα ἐποίει,
οὐσιωδῶς δὲ οὐδαμῶς τινι Θεὸς ἡνώθη
πρὸ τοῦ γενέσθαι ἄνθρωπον τὸν Χριστὸν καὶ Θεόν μου.
Λαβὼν γὰρ σῶμα δέδωκεν αὐτοῦ Πνεῦμα τὸ Θεῖον,
οὐσιωδῶς ἑνοῦται δὲ δι᾿ αὐτοῦ πιστοῖς πᾶσι
καὶ γίνεται ἀχώριστος ἡ ἕνωσις ἡ τούτων». (85)

῾Η ἕνωση αὐτὴ πραγματώθηκε πρῶτα «ἐν γαστρὶ» τῆς Παρθένου
Μαρίας, τῆς Παναγίας Θεομήτορος, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐνσαρκώθηκε
καὶ γεννήθηκε ὁ Θεάνθρωπος ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὅλοι δὲ οἱ πιστοὶ
γίνονται συμμέτοχοι αὐτῆς τῆς ἑνώσεως διὰ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος.
῾Η Θεία ὑπόσταση ἑνώνεται μὲ τὴν ἀνθρώπινη οὐσία. ῾Ο Θεός,
γράφει ὁ ῞Αγιος Συμεών,

«ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας
ἐ ψυχωμένην σάρκα λαβών… ἢνωσε τῇ ἑαυτοῦ
ἀκαταλήπτῳ καὶ ἀπροσίτῳ Θεότητι, μᾶλλον δὲ τῇ
ἡμετέρᾳ οὐσίᾳ ὅλην τῆς θεότητος αὐτοῦ τὴν ὑπόστασιν
ἑνώσας οὐσιωδῶς, ἀμίκτως τε μίξας αὐτὴν ἐκείνῃ, τὴν
ἀνθρωπίνην τῇ ἑαυτοῦ, ᾠκοδόμησε ταύτην εἰς ναὸν
ἅγιον ἑαυτῷ καὶ ἀναλλοιώτως καὶ ἀτρέπτως αὐτὸς ὁ
τοῦ ᾿Αδὰμ ποιητὴς τέλειος ἐγένετο ἄνθρωπος». (86)

Τὸ δὲ γεγονὸς αὐτῆς τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως μέσα στὴν
Παναγία Παρθένο Μαρία ἐκφράζεται ἐπίσης ἀπὸ τὸν ῞Αγιο Συμεὼν
μὲ τὴν ἴδια λέξη, τὴ λέξη «οὐσιωδῶς»:

«Πρώτη ἡ Θεοτόκος Μαρία ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου
εὐαγγελίζεται καὶ τὴν τοῦ Θεοῦ βουλὴν ἀπαγγελθεῖσαν
πιστεύει καὶ πείθεται… Καὶ οὕτως τὸν τοῦ Θεοῦ Λόγον
οὐσιωδῶς ἐν ἑαυτῇ ὑπεδέξατο πρώτη, τὴν ψυχὴν αὐτῆς
δηλαδὴ τοῦ αἰωνίου ἐκείνου θανάτου ἐκλυτρωσάμενον». (87)

Τὴ στιγμὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ λαμβάνει

«Πνεῦμα οὐσιωδῶς Θεοῦ, ἵνα ὥσπερ ἐκ τῆς πλευρᾶς
τοῦ ᾿Αδὰμ ἡ γυνὴ γέγονε καὶ πάντες ἄνθρωποι θνητοὶ
ἐξ αὐτῆς, οὕτω καὶ ἐκ τῆς σαρκὸς τῆς γυναικὸς ὁ
ἀνὴρ Χριστὸς ὁ Θεὸς γένηται καὶ ἐξ αὐτοῦ πάντες
ἀθάνατοι χρηματίσωσι». (88)

Καὶ συμπεραίνει ὁ ἅγιος:

«Τοιγαροῦν ἔλαβε σάρκα ὁ Θεὸς Λόγος ἐκ τῆς ἁγνῆς
Θεοτόκου καὶ δέδωκεν ἀντ᾿ αὐτῆς οὐ σάρκα, ἀλλὰ
Πνεῦμα οὐσιωδῶς ἅγιον». (89)

῞Οπως βλέπουμε, σ᾿ αὐτὰ τὰ χωρία γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση ὁ
ἅγιος Συμεὼν ἐκφράζει μὲ τὸν ἴδιο ὅρο τὴν πραγματικότητα τῆς
θεανθρωπίνης ἑνώσεως μέσα στὸ Χριστό, τὴν πληρότητα τῆς
καθόδου τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος στὴν Παρθένο Μαρία, ὅπως καὶ
τὸ γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ Λόγου ἐντός μας, ἂν καὶ μὲ τὴ
σημαντικὴ διαφορὰ ὅτι ἡ γέννηση αὐτὴ δὲν εἶναι σωματική,
ὅπως τὴν ἐνσάρκωση-ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου:

«Συλλαμβάνομεν οὖν αὐτόν», λέγει, «οὐχὶ σωματικῶς,
ὡς ἡ Παρθένος καὶ Θεοτόκος τοῦτον συνέλαβεν, ἀλλὰ
πνευματικῶς μέν, οὐσιωδῶς δέ· καὶ ἔχομεν αὐτὸν
ἐκεῖνον, ὅν καὶ ἡ ἁγνὴ Παρθένος συνέλαβεν, ἐν ταῖς
καρδίαις ἡμῶν». (90)

᾿Εδῶ εἶναι ἡ ταυτότης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὑπογραμμίζεται μὲ τὴ
λέξη «οὐσιωδῶς», τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γεννήθηκε σωματικῶς ἀπὸ
τὴν Παρθένο Μαρία καὶ συνελήφθη πνευματικῶς μέσα μας. ῾Η
αὐθεντικότης αὐτὴ τῆς μορφώσεως τοῦ Χριστοῦ μέσα μας
ἐκδηλώνεται γιὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν μὲ τὸν ἐνσυνείδητο χαρακτῆρα
της, καὶ τὴ διακρίνει ἀπὸ τὰ ἀπατηλὰ φαντάσματα. Τὴν ἐξηγεῖ δὲ
ὁ ἅγιος μὲ ἕνα παράδειγμα:

«Οἷον τὸ φῶς τῆς λαμπάδος ἔνδοθεν ἐν τῷ κατόπτρῳ
δείκνυται, οὐκ ἐν φαντάσματι ἀνυποστάτῳ καθάπερ
ἐκεῖνό ἐστιν, ἀλλ᾿ ἐν φωτὶ ἐνυποστάτως καὶ οὐσιωδῶς
δεικνύμενον, ἐν μορφῇ ἀμόρφῳ καὶ ἐν ἀνιδέῳ ἰδέᾳ
ἀοράτως ὁρώμενον καὶ ἀκατανοήτως κατανοούμενον». (91)

῾Η ἀκατανοησία καὶ ἀκόμα καὶ τὸ ἀπρόσιτο τοῦ Θεοῦ
βεβαιώνονται παράδοξα ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν ταυτόχρονα μὲ μιὰ
μέθεξη σ᾿ ᾿Εκεῖνον «οὐσιωδῶς».

Τέλος, μιλῶντας ὁ ἅγιος Συμεὼν γιὰ τὴ Θεία Μετάληψη,
περιγράφει τὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας μας στὸ Σῶμα καὶ τὸ
Αἷμα τοῦ Κυρίου, χρησιμοποιῶντας τὸ ἴδιο ἐπίρρημα, δηλαδὴ τὴ
λέξη «οὐσιωδῶς». Γράφει λοιπόν:

«Τὴν σὴν οὐσιωδῶς μοι σάρκα
κατηξίωσας καὶ κρατεῖν καὶ ἐσθίειν
καὶ τὸ αἷμά σου τὸ πανάγιον πίνειν». (92)

Εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ ἅγιος Συμεὼν θέλει ἐδῶ νὰ ἐκφράσει τὴν
αὐθεντικότητα τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν
ἑπόμενη περικοπή, ὅπου ἐμμένει ἐπίσης στὴν αὐθεντικότητα καὶ
τὴν πραγματικότητα τῆς θεώσεώς μας, ποὺ μᾶς παρέχεται μὲ τὴ
Θεία Μετάληψη.

«῎Ανθρωπός εἰμι τῇ φύσει,
Θεὸς δὲ τῇ χάριτι.
῞Ορα ποίαν χάριν λέγω
ἕνωσιν τὴν μετ᾿ ἐκείνου
αἰσθητῶς καὶ νοερῶς τε,
οὐσιωδῶς καὶ πνευματικῶς τε!
᾿Αλλὰ τὴν μὲν νοερὰν ἐξεῖπον
ἕνωσίν σοι διαφόρως
καὶ ποικίλως, αἰσθητὴν δὲ
τὴν τῶν μυστηρίων λέγω.
Καθαρθεὶς γὰρ μετανοίᾳ
καὶ τοῖς τῶν δακρύων ῥείθροις,
σώματος τεθεωμένου
ὡς Θεοῦ μεταλαμβάνων,
Θεὸς κἀγὼ γίνομαι
τῇ ἑνώσει τῇ ἀφράστῳ.
῞Ορα τὸ μυστήριον!
῾Η ψυχὴ οὖν καὶ τὸ σῶμα,

τοῦ Χριστοῦ μεταλαβόντα
καὶ τοῦ αἵματος πιόντα

γίνονται Θεὸς μεθέξει,
ὁμωνύμως τε καλοῦνται
τῷ ὀνόματι ἐκείνου,
οὗ οὐσιωδῶς μετέσχον». (93)

* * *

῍Αν προσπαθήσουμε νὰ συνοψίσουμε τὴ μελέτη μας πάνω στὴ
θεία οὐσία, ὅπως αὐτὴ παρουσιάζεται στὰ ἔργα τοῦ ῾Αγίου Συμεὼν
τοῦ Νέου Θεολόγου, μποροῦμε νὰ βεβαιώσουμε πώς, ὅπως
συμβαίνει καὶ μὲ τὴν κτιστὴ οὐσία, δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ τὸν
῞Αγιο Συμεὼν γιὰ ἕνα θεωρητικὸ καὶ συστηματικὸ δόγμα περὶ
τῆς οὐσίας καὶ τῶν ἰδιοτήτων της μαζὶ μὲ ὅλα τὰ προβλήματα,
ποὺ ἐγείρει (ἁπλότης τοῦ Θεοῦ κτλ.), τὸ ὁποῖο θὰ ἐπεξεργαζόταν
χάριν τοῦ ἐνδιαφέροντος, ποὺ αὐτὸ θὰ παρουσίαζε καθ᾿ ἑαυτὸ
ἀπὸ θεολογικὴ ἄποψη, ἀλλὰ μᾶλλον πρόκειται γιὰ παρατηρήσεις
καὶ διαπιστώσεις σύντομες καὶ διάσπαρτες σχεδὸν παντοῦ καὶ
ποὺ κίνητρό τους εἶχαν μιὰ ζωτικὴ ἀνάγκη του νὰ ἐκφραστεῖ
σχετικὰ μὲ τὴ μυστική του ἐμπειρία, νὰ κατανοήσει τὰ σχετικὰ
μὲ τὰ δεδομένα καὶ νὰ ἐκφράσει τὸ ἀνέκφραστο. ῎Αλλωστε κάθε
εἴδους θεωρητικὴ ἔρευνα τῆς Θείας οὐσίας θά ᾿ταν στὰ μάτια
του βλασφημία καὶ θράσος. ῾Ως δευτερεῦον κίνητρο τῶν θεολογικῶν
ἀναπτύξεων, στὶς ὁποῖες προέβη ὁ ῞Αγιος Συμεὼν σχετικὰ μὲ τὴν
«οὐσία», θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ὑποδείξει τὴν ἀνάγκη του νὰ
ὑπερασπίσει τὴν πνευματικότητά του ἐναντίον τῶν ἐπιθέσεων
τῶν ἀντιπάλων του, ποὺ τὸν κατηγοροῦσαν γιὰ αἵρεση. ῞Υστερα
-κι αὐτὸ ἀπορρέει ἀπ᾿ αὐτό, ποὺ μόλις παρατηροῦμε- τοῦ ῾Αγίου
Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου τοῦ λείπει μιὰ αὐστηρή, ἄκαμπτη
καὶ συνεπὴς ὁρολογία καὶ μιὰ λογικὴ ἀνάπτυξη τῶν ἐπιχειρημάτων.
Κάτι ἄλλο ἀκόμα· μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ ἀνάμεσα στὶς περὶ Οὐσίας
διαπιστώσεις του ἀντιφάσεις καὶ διαφορές, τοὐλάχιστο καταφανεῖς,
ποὺ κατ᾿ ἀρχὰς μᾶς συγχύζουν. ῎Ετσι συχνὰ ὁμιλεῖ μ᾿ ἕνα πνεῦμα
ἀπόλυτα ἀποφατικό, (94) γιὰ τὴν πλήρη ἀγνωσία (περὶ) τοῦ Θεοῦ (95)
κι ἀλλοῦ λέει ὅτι ὁ Θεὸς γνωρίζεται μ᾿ ἕναν τρόπο συνειδητό. (96)
Μερικὲς φορὲς μιλάει γιὰ τὴ Θεία «οὐσία» κι ἀλλοῦ ἀρνεῖται ὅτι
αὐτὸς ὁ ὅρος μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὸ Θεό. (97) Λέγει ὅτι
ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ὄνομα, (98) ἀλλὰ Τὸν ἀποκαλεῖ «Σωτῆρα», (99) τὴν δὲ
οὐσία Του τὴν ὀνομάζει «ἀγάπη». (100) Εἶναι ὁρατὸς καὶ συγχρόνως
ἀόρατος. (101) Διαβεβαιώνει περὶ τῆς ἁπλότητος τοῦ Θεοῦ, ταυτίζει
τὴ φύση Του καὶ τὴν οὐσία Του (102) καὶ λέγει ὅτι στὸ Θεὸ δὲν
ὑπάρχουν διαιρέσεις, (103) ἀλλὰ κάνει ἐκεῖ διάκριση ἀνάμεσα στὴν
οὐσία καὶ τὴν ἰσχύν, (104) τὴ δύναμη καὶ τέλος τὴν ἐνέργεια. (105)
Μερικὲς φορὲς βεβαιώνει γιὰ τὸ ἀδύνατο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ,
ὄχι μονάχα κατὰ τὴν οὐσίαν, (106) ἀλλὰ καὶ κατὰ τὶς ἐνέργειές Του,
τὶς ὁποῖες ὀνομάζει ἄγνωστες καὶ ἀνερμήνευτες. (107)

῾Ωστόσο πιὸ συχνά, μολονότι ἐπιμένει στὸ κρύφιο τοῦ
χαρακτῆρα καὶ τὸ ἀδύνατο τῆς γνώσεως τῆς οὐσίας, λέγει ὅτι ὁ
Θεὸς εἶναι ὁρατὸς κατὰ τὶς ἐνέργειες κι ὅτι ἔχουμε θέα τῶν
ἀκτίνων ἑνὸς ἡλίου, ποῦ ᾿ναι ἀπρόσιτος λόγω τῆς λάμψεώς του. (108)
Σὲ ὁρισμένες περικοπὲς προχωρεῖ ἀκόμα πιὸ πέρα, λέγοντας ὅτι
μετέχουμε τοῦ Θεοῦ οὐσιωδῶς (109) καὶ ὅτι γινόμαστε ἀκόμα καὶ
μέτοχοι τῆς φύσεώς Του καὶ τῆς οὐσίας Του μέσα στὸ μυστήριο
ἰδιαίτερα τῆς Θείας Μεταλήψεως. (110) Λέγει μάλιστα σὲ μιὰ
περίπτωση ὅτι μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴ θέα τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. (111)
Σ᾿ ἄλλα ὅμως χωρία ἀρνεῖται κατηγορηματικὰ ὅτι μποροῦμε νὰ
ἑνωθοῦμε μὲ τὸ Θεὸ κατ᾿ οὐσίαν, ἀλλὰ μόνο κατὰ μέθεξιν («Οὐ
τῇ οὐσίᾳ, ἀλλὰ τῇ μετουσίᾳ») καὶ -κάτι ποὺ εἶναι σημαντικό-
θεωρεῖ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ὡς σημεῖο ὀρθοδοξίας. (112)

Χωρὶς νὰ θέλουμε νὰ βιάσουμε τὰ πράγματα καὶ νὰ
παρουσιάσουμε τὸν ῞Αγιο Συμεών, ὡς ἕνα συστηματικὸ θεολόγο,
πιστεύουμε ὡστόσο ὅτι μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι δὲν πρόκειται
ἐδῶ γιὰ πραγματικὲς ἀντιφάσεις καὶ ὅτι ὁ ῞Αγιος Συμεὼν ὁ Νέος
Θεολόγος δὲν εἶναι διόλου ἕνα ἀδύνατο καὶ ἀσταθὲς πνεῦμα,
ἄνθρωπος ἀνίκανος νὰ διανοεῖται μὲ συνέπεια, ἀλλὰ ὅτι οἱ
περισσότερες «ἀντιφάσεις» του ἐξηγοῦνται ἀπὸ τὸ παράδοξο καὶ
ἀντιφατικὸ χαρακτῆρα τοῦ χριστιανικοῦ μυστηρίου, ποὺ καθιστᾶ
τόσο δυσχερῆ, ἂν μὴ ἀδύνατη, τὴ διατύπωσή του σὲ γλῶσσα
λογικὴ καὶ συνεπῆ, πρὸ πάντων, ἂν προσεγγίζουμε αὐτὸ τὸ
μυστήριο κατὰ τρόπο συγκεκριμένο καὶ ὑπαρξιακό, ὅπως
συνέβαινε μὲ τὸν ῞Αγιο Συμεών. Αὐτὸ ἀληθεύει ἰδιαίτερα, ὅταν
πρόκειται γιὰ τὴν ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν παρουσία
Του μέσα μας. Αὐτό, ποὺ ἤθελε νὰ ἐκφράσει ὁ ῞Αγιος Συμεὼν ὁ
Νέος Θεολόγος μ᾿ αὐτὲς τὶς ἰδέες περὶ «οὐσίας» καὶ «ὑπερουσίας»
ἢ μὲ ἐκφράσεις, ὅπως εἶναι τὸ «κατ᾿ οὐσίαν» καὶ «οὐσιωδῶς»,
εἶναι ἡ ἐσχάτη πραγματικότης κι ἀλήθεια τῆς μυστικῆς του θέας
καὶ τῆς ἑνώσεώς του μὲ τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος, μολονότι ἑνώνεται
μαζί μας «οὐσιωδῶς», παραμένει Θεὸς «ὑπερούσιος» καὶ ἀπρόσιτος
καθ᾿ ἑαυτόν. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ῞Αγιος Συμεὼν ἀκολουθεῖ
ἐδῶ μὲ τὴν ἔνταση καὶ τὸ μυστικὸ ρεαλισμό, ποὺ τοῦ προσιδιάζουν,
τὸ μεγάλο ρεῦμα τῆς ἑλληνικῆς καὶ βυζαντινῆς πατερικῆς
πνευματικότητας, ποὺ διήκει ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀρχαίους χρόνους
ἴσαμε τὸν ῞Αγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Εἶναι ἔκδηλο ὅτι δὲν ἔχει τὴν
αὐστηρότητα τῆς ὁρολογίας τοῦ τελευταίου αὐτοῦ Πατέρα τῆς
᾿Εκκλησίας, κι ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι συχνὰ διαφορετική· μπορεῖ
ἐπίσης νὰ βρεῖς κανεὶς στὰ ἔργα του διατυπώσεις ἀντίθετες πρὸς
τὸ δόγμα τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (ὅπως, γιὰ παράδειγμα,
ἐκεῖνες ποὺ ἀναφέρονται στὴ μέθεξη στὴ Θεία οὐσία), αὐτὲς
ὅμως οἱ διατυπώσεις «διορθώνονται» ἀπὸ ἄλλες, ποὺ ἐκφράζονται
κατὰ τρόπο κατηγορηματικὸ στὸ ὄνομα τῆς ὀρθοδοξίας. ᾿Απὸ τὴν
ἄλλη τὰ κεντρικὰ θέματα τῆς παλαμικῆς καὶ ἀντιπαλαμικῆς
πολεμικῆς (ἁπλότης τοῦ Θεοῦ, χαρακτῆρας τῶν ἐντός Του
διακρίσεων, φύση τοῦ Θαβωρίου φωτὸς κτλ.) δὲν ἀποτελοῦσαν
προβλήματα τὴν ἐποχὴ τοῦ ῾Αγίου Συμεών, καὶ ὁ ῞Αγιος δὲν τὰ
θίγει παρὰ μονάχα ὡς ἐν παρόδῳ. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ προσευχὴ τοῦ
᾿Ιησοῦ, ποὺ βρίσκεται στὴ βάση τῆς πνευματικότητας τοῦ ῾Αγίου
Γρηγορίου Παλαμᾶ, δὲν ἀναφέρεται στὰ αὐθεντικὰ κείμενα τοῦ
῾Αγίου Συμεών. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, μ᾿ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐπιφυλάξεις, ὁ
῞Αγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος μὲ τὴν ὑπαρξιακή του διδασκαλία
γιὰ τὴν κεκρυμμένη «οὐσία» τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἀκτῖνες τῆς δόξας
Του, ποὺ μᾶς φωτίζουν, εἶναι πολὺ πλησιέστερα στὸν ῞Αγιο
Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, παρὰ στοὺς ἀντιπάλους του.


(*) Περιοδ. «᾿Ορθόδοξη Μαρτυρία» Κύπρου, ἀριθ. 45/Χειμώνας 1995, σελ. 60-77. ῾Η πιὸ πάνω μελέτη δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Messager de l’ Exarcat du Patriarche Russe en Europe Occidentale» (Revue Trimestrielle) No. 75-76 / Juillet — Décembre 1971, Paris 1971. Μετάφραση: Χαράλαμπος ᾿Ασσιώτης, Θεολόγος, ᾿Ερευνητής.

  1. ᾿Ιδ. σσ. 980-988 τοῦ λεξικοῦ.
  2. ῾Η σχεδὸν συμπληρωθεῖσα κριτικὴ ἔκδοση τῶν ἔργων τοῦ ῾Αγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου (949-1022), ποὺ πραγματοποιεῖται ἀπὸ τὸ 1957 στὶς
    ᾿Εκδόσεις Sources Chrétiennes, ἐπιτρέπει γιὰ πρώτη φορὰ μιὰ ἀκριβὴ μελέτη τῆς ὁρολογίας τοῦ ῾Αγίου Συμεὼν καὶ τῆς θεολογικῆς τῶν ὅρων ἐννοίας. Στὴν παροῦσα μας μελέτη εἴχαμε ὑπόψη τὸ σύνολο τῶν αὐθεντικῶν ἔργων του, εἰδικὰ δὲ τὶς «Κατηχήσεις» του, τόμ. 1-3 (Sources Chrétiennes 96. 10 4. 113), τὴν «Εὐχαριστία» του (S. C. 113), τὰ «Θεολογικὰ καὶ ᾿Ηθικὰ Κεφάλαιά» του, τόμ. 1 καὶ 2 (S. C. 122. 129), καὶ τοὺς «῞Υμνους» του, τόμ. 1 καὶ 2 (S. C. 156 καὶ 174). ῞Οσο γιὰ τὰ ἀκόμη ἀνέκδοτα ἔργα του, τοὺς «῞Υμνους», τόμ. 3 καὶ τὶς ᾿Επιστολές, μπορέσαμε νὰ τὰ συμβουλευτοῦμε καὶ νὰ τὰ χρησιμο- ποιήσουμε, ἐνόσω βρίσκονταν ὑπὸ τὴ μορφὴ τυπογραφικοῦ δοκιμίου, χάρις στὴν καλωσύνη τῶν ἐκδοτῶν τους.
  3. ᾿Ιδ. τὴν ὁμιλία μας στὸ Εʹ Συνέδριο Πατερικῶν Σπουδῶν τῆς ᾿Οξφόρδης τὸ
    1967 πάνω στὸ θέμα «Τὸ πρόβλημα τοῦ δυνατοῦ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ:
    Οὐσία καὶ ἐνέργεια παρὰ τῷ ῾Αγίῳ Βασιλείῳ», ποὺ δημοσιεύτηκε στὰ
    Ρωσσικὰ στὸ περιοδικὸ «Messager de l’ Exarchat du Patriarche Russe en Europe Occidentale», 61 τὸ 1988, σσ. 48-55.
  4. ῞Υμνοι, 15-69.
  5. «Τὸ πρόβλημα τοῦ δυνατοῦ τῆς γνώσεως…», σ. 48.
  6. ῞Υμνοι, 21.122.124.
  7. ῞Υμνοι, 16.1-2.
  8. ῞Υμνοι, 20.236.237.
  9. ῞Υμνοι, 22.205.207.
  10. ῞Υμνοι, 30.263.267.
  11. ῞Υμνοι, 24.25.28.
  12. ῞Υμνοι, 28.150.153.
  13. ῞Υμνοι, 42.113.117.
  14. ῞Υμνοι, 51.71.74.
  15. Πρβλ.: «῞Οθεν καὶ οὗτοι οὐδὲ τῆς γῆς, ἢν καταπατοῦσι, τὴν φύσιν, ἢτις ἐστίν, ἐπιστάμενοι, αὐτὴν ἐμβατεύειν τὴν θείαν τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων ἀλαζονεύονται». (PG 29, 541C).
  16. Θεολογικά, 2.32.47.54-55.
  17. Θεολογικά, 2.55.62.
  18. ῞Ομοιες φράσεις βρίσκουμε στὸν κατὰ Εὐνομίου Λόγο τοῦ ῾Αγίου Βασιλείου Αʹ, 14 (PG 29.544BC).
  19. ῞Υμνοι, 55.132-136.
  20. ῞Υμνοι, 13.37-40.
  21. ῞Υμνοι, 13.11-16.
  22. ῞Υμνοι, 52.13.
  23. ᾿Ιδ. Lampe, A Patristic Greek Lexicon, στήλη 1441, λῆμμα «ὑπερούσιος».
  24. ῞Υμνοι, 47.37-42.
  25. ῞Υμνοι, 52.21-26.
  26. ῞Υμνοι, 15.65-69.
  27. Παραπομπὴ ἀρ. 25.
  28. ῞Υμνοι, 52.46-47.
  29. ῞Υμνοι, 44.10.
  30. ῞Υμνοι, 33.1-12.
  31. ῞Υμνοι, 23.1-6.
  32. Θεολογικὰ 1.65-68. 79-81.
  33. ῞Υμνοι, 32.09-104.
  34. ῞Υμνοι, 13.18-21.
  35. ῞Υμνοι, 30.471-484.
  36. ῞Υμνοι, 21.1-3.
  37. ῞Υμνοι, 53.90-93.
  38. ῞Υμνοι, 44.6-8.
  39. Βασιλείου, ᾿Επιστολὴ 2.34-1, (PG, 32.869ΑΒ).
  40. ᾿Αθηναγόρα, Περὶ ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, 1 (PG 6.976Α).
  41. ῞Υμνοι, 23.174-177.
  42. ῞Υμνοι, 7.28-29.
  43. ῞Υμνοι, 24.6-11.
  44. ῞Υμνοι, 24.12-19.
  45. ᾿Ηθικὰ Αʹ, 3.80-82.
  46. ᾿Ηθικὰ Αʹ, 3.82-86.
  47. ᾿Ηθικὰ Αʹ, 3.90-98.
  48. ῞Υμνοι, 21.203.
  49. ῞Υμνοι, 21.231-234.
  50. ῞Υμνοι, 31.58.
  51. ῞Υμνοι, 22.33-34.
  52. ῞Υμνοι, 22.50-52.
  53. ᾿Ιδ. παραπομπὴ 51.
  54. ῞Υμνοι, 30.18-32.
  55. ῞Υμνοι, 23.185-194.
  56. ῞Υμνοι, 23.230-238.
  57. ῞Υμνοι, 44.43-48.
  58. Γιὰ παράδειγμα ἰδ. Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ τοῦ τί ἐστι τό, «κατ᾿ εἰκόνα…» (PG 44.1340C).
  59. ῞Υμνοι, 7.25-29.
  60. ῞Υμνοι, 7.30-36.
  61. ῞Υμνοι, 47.31-41.
  62. ῞Υμνοι, 30.156-165.
  63. ῞Υμνοι, 30.263-267.
  64. ῞Υμνοι, 31.1-15.
  65. ῞Υμνοι, 31.33-64.
  66. ῞Υμνοι, 1.1-8 21-25.
  67. ῞Υμνοι, 1.26-29.
  68. ῞Υμνοι, 1.30-37.
  69. ῞Υμνοι, 1.38-42.
  70. Γιὰ τὴν παρόμοια λέξη «αἰσθητῶς» ἰδ. S. C. «Cathechese» IV Introduction, σ.σ. 151-154.
  71. ῞Υμνοι, 50.56-60.
  72. ῞Υμνοι, 50.198-202.
  73. ᾿Ιδ. παραπομπὲς 59 καὶ 60.
  74. ῞Υμνοι, 50.238-241.
  75. ᾿Ηθικά, 4.548-554.
  76. ᾿Ηθικά, 7.532-537.
  77. ᾿Ηθικά, 4.555-557.
  78. ῞Υμνοι, 29.162-170.
  79. ᾿Ηθικά, 4.917-924.
  80. ᾿Ηθικά, 9.352-355.
  81. ῞Υμνοι, 52.3-6.
  82. Θεολογικά, 3.66-69.
  83. Κατηχήσεις, 15.72-77.
  84. Γρηγόριος Ναζιανζηνός, 41.11 (PG 36.444C).
  85. ῞Υμνοι, 51.136-142.
  86. ᾿Ηθικά, 1.3.9-18.
  87. ᾿Ηθικά, 2.7.126-132.
  88. ᾿Ηθικά, 2.7.153-157.
  89. ᾿Ηθικά, 2.7.210-212.
  90. ᾿Ηθικά, 1.10.17-20.
  91. ᾿Ηθικά, 10.885-889.
  92. ῞Υμνοι, 20.58-60.
  93. ῞Υμνοι, 30.457-487.
  94. ᾿Ιδ. παραπομπὴ 32.
  95. ᾿Ιδ. παραπομπὴ 25.
  96. ᾿Ιδ. παραπομπὴ 78.
  97. ᾿Ιδ. παραπομπὴ 24.
  98. ᾿Ιδ. παραπομπὴ 24.
  99. ᾿Ιδ. παραπομπὲς 24 καὶ 26.
  100. ᾿Ιδ. παραπομπὴ 22.
  101. ᾿Ιδ. παραπομπὴ 43.
  102. ᾿Ιδ. παραπομπὴ 42.
  103. ᾿Ιδ. παραπομπὲς 52 καὶ 66.
  104. ᾿Ιδ. παραπομπὴ 37.
  105. ᾿Ιδ. παραπομπὴ 43.
  106. ᾿Ιδ. παραπομπὴ 65.
  107. ᾿Ιδ. παραπομπὴ 41.
  108. ᾿Ιδ. παραπομπὴ 56.
  109. ᾿Ιδ. παραπομπὴ 75.
  110. ᾿Ιδ. παραπομπὲς 46 καὶ 77.
  111. ᾿Ιδ. παραπομπὴ 74.
  112. ᾿Ιδ. παραπομπὴ 72.